Με αφορμή τις προτάσεις της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την εμβάθυνση της ΟΝΕ, το ΔΙΚΤΥΟ δημοσιεύει τη σχετική μελέτη του Διευθυντή του Δικτύου Γιάννη Μαστρογεωργίου με θέμα «Η Ευρώπη απέναντι στη διπλή πρόκληση της λειτουργικότητας και της ενίσχυσης της δημοκρατικής και ισότιμης συμμετοχής των Κρατών Μελών».
Όπως αναφέρει το Δίκτυο, η εξέλιξη της δομής, αλλά και της φιλοσοφίας της λειτουργίας της ΕΕ ως πολιτικό σύστημα και ειδικότερα της ΟΝΕ, προϋποθέτει μία αναγκαία διασαφήνιση ως προς τους στόχους της εξέλιξης. Πρόκειται απλώς για μια τυπική διαδικασία μεταρρύθμισης του παρόντος συστήματος αφήνοντας ανέγγιχτη τη λογική της Κοινότητας και τη λεπτή ισορροπία μεταξύ συμφερόντων και ισχύος; Ή πρόκειται για μία φιλόδοξη ιδέα μεταμόρφωσης της Ένωσης σε μία πραγματική κοινοβουλευτική ένωση, με μία εκτελεστική εξουσία υπόλογη στο Κοινοβούλιο ή ακόμα και σε ένα Προεδρικό σύστημα, με ό,τι αυτό συνεπάγεται και με έναν σαφή διαχωρισμό των εξουσιών;
Και ενώ η πολιτική εναλλαγή ως έννοια και ως ουσία άσκησης της πολιτικής και της δημοκρατίας, είναι εκ των ων ουκ άνευ συστατικό των εγχώριων συστημάτων των Κρατών Μελών, σε υπερεθνικό επίπεδο αυτή η έννοια δεν υφίσταται. Η έμφαση στο «λειτουργισμό» ως ανέκαθεν πυρήνα της ιδέας της ΕΕ, υπερισχύει της απαίτησης για πραγματικές Ευρωπαϊκές εκλογές.
Η μεταρρύθμιση της ΕΕ πρέπει να συμπεριλάβει μία ανακατανομή των εξουσιών, ώστε να οδηγήσει σε μία νέα θεσμική δομή που θα απαντά σε δύο βασικές προκλήσεις: τη δημιουργία μίας διακριτής και υπεύθυνης πολιτικής ηγεσίας και στη δημοκρατική νομιμοποίηση των ευρωπαϊκών αποφάσεων τόσο από τα εθνικά κοινοβούλια όσο και από το Ευρωκοινοβούλιο, που θα ενθαρρύνει τους πολίτες να αγκαλιάσουν πολιτικά και δημοκρατικά τα θέματα που αφορούν όλους μας.
Τα όρια του πολιτικού συστήματος της ΕΕ
Μεσούσης της κρίσης χρέους, της προσπάθειας ανάκαμψης, της υπερεθνικής υπόστασης της Ένωσης, των διακυβερνητικών αποφάσεων και των εθνικών δεσμεύσεων και επιφυλάξεων και των μελλοντικών προκλήσεων, τα Κράτη Μέλη της ΕΕ – και πρωτίστως τα μέλη της ΟΝΕ – προσπάθησαν να θωρακίσουν την ΟΝΕ, αλλά χωρίς να αναπτύξουν αντίστοιχα την πολιτική φύση της.
Μέτρα οικονομικής αλληλεγγύης ελήφθησαν, μηχανισμοί δημιουργήθηκαν, αυστηρότεροι κανόνες επιβλήθηκαν, δημοσιονομικές ανισορροπίες εξαλείφτηκαν και πολλές από τις ρίζες της κρίσης εκριζώθηκαν. Η ΕΚΤ ειδικότερα διαδραμάτισε έναν ιδιαίτερα σημαντικό ρόλο πολλές φορές υποκαθιστώντας τις πολιτικές πρωτοβουλίες που δεν λαμβάνονταν.
Την ίδια, όμως, στιγμή η ΟΝΕ δεν παρουσίασε αντίστοιχη βελτίωση από πολιτικής άποψης. Οι κρίσιμες αποφάσεις λαμβάνονταν πάντα και ουσιαστικά από τα Εθνικά Κοινοβούλια. Αυτή η διστακτικότητα και παράλληλα απαρέγκλιτη προτεραιότητα στο διακυβερνητικό ρόλο, είχε σημαντικό οικονομικό και πολιτικό κόστος. Αν εξαιρέσει κανείς το ειδικό περιβάλλον λήψης των αποφάσεων σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, το διακυβερνητικό μοντέλο των επαναλαμβανόμενων, διαρκώς αντικρουόμενων θέσεων και αέναων διαβουλεύσεων, έδειξε τις αδυναμίες του, με τη διπλωματία να υπερκερνά τη δημοκρατία.
Πιο συγκεκριμένα, κάθε Κράτος Μέλος προκρίνει τα δικά του συμφέροντα και η ευρωπαϊκή δημοκρατική διευθέτηση είναι ανήμπορη να συγκεράσει πολλές φορές, τις διαφορετικές προτεραιότητες σε μία αμοιβαία αποδεκτή και κοινά επωφελή ευρωπαϊκή απόφαση. Το αποτέλεσμα αυτής της αδυναμίας έχει ένα απτό αποτέλεσμα. Την ευρωαπόρριψη από μεγάλο τμήμα του πληθυσμού που καλλιεργεί τις ακραίες εθνικιστικές φωνές και εκτινάσσει το βαθμό δυσκολίας για μία νομιμοποιημένη πορεία ολοκλήρωσης.
Διαβάστε ολόκληρη τη μελέτη εδώ.