Οι αρχικοί φόβοι δεν δείχνουν να επιβεβαιώνονται και η Ευρώπη αναμένεται να αποφύγει την επιβολή δελτίου στη χρήση φυσικού αερίου κατά τους χειμερινούς μήνες, καθώς κατάφερε να εξασφαλίσει περισσότερη ενέργεια από παραγωγούς εκτός Ρωσίας, μείωσε την κατανάλωση, ενώ παράλληλα βοήθησε και ο καιρός που μέχρι στιγμής είναι ήπιος. Αυτό αναφέρει σε σημερινή της έκθεση η Oxford Economics, εκτιμώντας ταυτόχρονα ότι ενώ ο επόμενος χειμώνας θα μπορούσε να είναι χειρότερος, το βασικό σενάριο δεν προβλέπει ότι θα χρειαστεί μια νέα ύφεση.
Χρησιμοποιώντας την περίπτωση της Γερμανίας ως παράδειγμα, η Oxford Economics δείχνει ότι η μεγάλη άνοδος των τιμών του φυσικού αερίου φέτος έχει προκαλέσει κατάρρευση της ζήτησης, που είναι βασικός καταλύτης για τη χαμηλότερη από την αγορά, πρόβλεψη του οίκου για το ΑΕΠ της Ευρωζώνης. Η χρήση φυσικού αερίου στη Γερμανία ήταν περίπου 30% χαμηλότερη τον Οκτώβριο. Ακόμη και μετά την προσαρμογή στις ασυνήθιστα ήπιες θερμοκρασίες, η κατανάλωση υποχώρησε πάνω από 20%, με επίκεντρο τη βιομηχανία (-30%) και τα νοικοκυριά (-21%), αλλά μερικώς αντισταθμίστηκε από την παραγωγή ηλεκτρισμού με φυσικό αέριο.
«Εκτιμούμε ότι αυτά τα επίπεδα εξοικονόμησης θα διατηρηθούν το υπόλοιπο του 2022 αλλά και τον επόμενο χρόνο, κάτι που συνάδει με τις υψηλές μας προβλέψεις για την τιμή του φυσικού αερίου. Αυτό θα αποτελούσε ένα θετι9κό σημείο εκκίνησης για την προσπάθεια να γεμίσουν οι αποθήκες ενέργειας το 2023», σημειώνει ο βρετανικός οίκος.
Ενώ η στενότητα στην αγορά φυσικού αερίου θα διατηρήσει στα ύψη τις τιμές, το οικονομικό κόστος των απαραίτητων περικοπών στη χρήση αερίου αναμένεται να υποχωρήσει του χρόνου. Η Oxford Economics θεωρεί ότι θα είναι μικρότερες οι ανάγκες καύσης φυσικού αερίου για την παραγωγή ηλεκτρισμού, χάρη στην επαναλειτουργία των σταθμών πυρηνικής ενέργειας της Γαλλίας και την αύξηση της παραγωγής με άνθρακα στη Γερμανία. Εκτιμά επίσης ότι θα σημειωθεί περαιτέρω πρόοδος στην αντικατάσταση της ενέργειας από πολλές βιομηχανίες κι έτσι θα περιοριστούν τα προβλήματα στην τροφοδοσία.
Η τροφοδοσία φυσικού αερίου συνεχίζει να αποτελεί την πιο σημαντική μεταβλητή. Για την εξομοίωση, ο οίκος υποθέτει ότι οι καθαρές εισαγωγές της Γερμανίας θα είναι 20% χαμηλότερα από τα επίπεδα του 2021, σε αντιστοιχία με τις πρόσφατες εισροές στην ΕΕ. Η υπόθεση αυτή αντιστοιχεί στο μηδενισμό των ρωσικών εξαγωγών μέσω αγωγών, αλλά όχι στον τερματισμό της προμήθειας ρωσικού LNG.
Ο άλλος μεγάλος κίνδυνος είναι να αποδειχθεί τελικά βαρύς ο φετινός χειμώνας που συνεπάγεται ότι θα αυξηθεί πολύ η τελική κατανάλωση. Αν έχουμε στην Ευρώπη θερμοκρασίες 0,3 βαθμούς Κελσίου χαμηλότερα από το συνηθισμένο, τα αποθέματα ενέργειας θα μειωθούν σε κρίσιμα επίπεδα, απαιτώντας την περαιτέρω μείωση της κατανάλωσης φυσικού αερίου κατά 4% για να γεμίσουν ξανά οι αποθήκες στο 95% για τον επόμενο χειμώνα. Όμως με βάση τα μέχρι σήμερα δεδομένα, οι καιρικές συνθήκες θα μπορούσαν να αποτελέσουν και τον πιο θετικό παράγοντα στη μάχη για την επάρκεια ενέργειας.