Οι υψηλές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και οι μειώσεις στις συντάξεις είναι οι κύριες πηγές εσόδων που θα καλύψουν το κενό που παρατηρήθηκε στα έσοδα τον Αύγουστο το 2017, εκτιμά ο Επίτροπος Οικονομικών και Νομισματικών Θεμάτων, Pierre Moscovici, σε απάντησή του σε σχετική ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκο Χουντή.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του Ν. Χουντή, στην ερώτησή του σημείωνε την υστέρηση στα έσοδα ύψους 1,76 δισ. ευρώ που παρατηρήθηκε για την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2017 και ζητούσε από την Κομισιόν να τον ενημερώσει εάν «θα αναγκαστεί η ελληνική κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα ώστε να πετύχει τους στόχους του προγράμματος».
Ο αρμόδιος Επίτροπος στην απάντησή του εκτιμά ότι οι στόχοι του προγράμματος για το πρωτογενές πλεόνασμα του 2017 και του 2018 θα επιτευχθούν κανονικά «Παρά το χαμηλότερο του αναμενόμενου αποτέλεσμα των άμεσων φόρων», τονίζοντας παράλληλα ότι «Αυτό εξηγείται, ως επί το πλείστον, από σημαντική είσπραξη καθυστερημένων φορολογικών οφειλών, ικανοποιητικές επιδόσεις όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και χαμηλότερες του αναμενόμενου συνταξιοδοτικές δαπάνες το 2017».
Στη συνέχεια της απάντησής του ο ευρωπαίος Επίτροπος ρίχνει την ευθύνη της φορολογικής μνημονιακής πολιτικής και στην ελληνική κυβέρνηση αφού υπογραμμίζει ότι «η Επιτροπή θα ήθελε να τον ενημερώσει ότι η φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελληνικών αρχών. Η ελληνική κυβέρνηση είναι επίσης υπεύθυνη για τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας».
Καταλήγοντας στην απάντησή του ο κ. Moscovici, απαντώντας στην κριτική για υπερφορολόγηση του ελληνικού λαού από τα μνημονιακά μέτρα, υπενθυμίζει τη δέσμη μέτρων «... μετά το πρόγραμμα, που συμφωνήθηκε την άνοιξη του 2017, περιλαμβάνει μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (ΦΕΦΠ) κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (και μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος εταιρειών [ΦΕΕ] κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες) από το 2020, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια», ξεχνώντας όμως να σημειώσει ότι το πολυδιαφημισμένο αυτό «αντίμετρο» θα ενεργοποιηθεί μόνο εφόσον πιαστούν οι στόχοι των ματωμένων πρωτογενών πλεονασμάτων του 3,5% και μετά από σχετική έγκριση των δανειστών.
Ακολουθεί η πλήρης ερώτηση και απάντηση
Σύμφωνα με το δελτίο εκτέλεσης του ελληνικού κρατικού προϋπολογισμού διαπιστώνεται υστέρηση εσόδων την περίοδο Ιανουαρίου - Αυγούστου 2017, ύψους 1,76 δισεκατομμυρίων ευρώ. Τη μεγαλύτερη συμβολή στην υστέρηση εσόδων τη βρίσκουμε στους άμεσους φόρους, με υστέρηση εσόδων 1,3 δισεκατομμυρίων ευρώ.
Με δεδομένο ότι ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα του ελληνικού Προγράμματος Μακροοικονομικής Προσαρμογής έχει τεθεί για το 2017 στο 1,75%, ερωτάται η Επιτροπή:
– Πώς κρίνει την πορεία εκτέλεσης του ελληνικού προϋπολογισμού ειδικότερα όσον αφορά τα έσοδα από φόρους;
– Πιστεύει ότι θα αναγκαστεί η ελληνική κυβέρνηση να λάβει πρόσθετα έκτακτα δημοσιονομικά μέτρα ώστε να πετύχει τους στόχους του προγράμματος;
– Υπάρχει κατά την Επιτροπή συσχέτιση μεταξύ της υστέρησης εσόδων του προϋπολογισμού και της υπερφορολόγησης του ελληνικού λαού και συγκεκριμένα των χαμηλότερων και μικρομεσαίων κοινωνικά στρωμάτων που ήδη πλήττονται οικονομικά από τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και τις πολιτικές λιτότητας των Μνημονίων;
Η Επιτροπή θα ήθελε να πληροφορήσει τον κ. βουλευτή ότι η αξιολόγηση των δημοσιονομικών εξελίξεων στην Ελλάδα δημοσιεύθηκε στις 9 Νοεμβρίου 2017 στο πλαίσιο των φθινοπωρινών προβλέψεων της Επιτροπής για το 20171. Παρά το χαμηλότερο του αναμενόμενου αποτέλεσμα των άμεσων φόρων που επεσήμανε ο κ. βουλευτής, η Επιτροπή αναμένει ότι οι στόχοι του προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ΕΜΣ) θα επιτευχθούν τόσο το 2017 όσο και το 2018. Αυτό εξηγείται, ως επί το πλείστον, από σημαντική είσπραξη καθυστερημένων φορολογικών οφειλών, ικανοποιητικές επιδόσεις όσον αφορά τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης και χαμηλότερες του αναμενόμενου συνταξιοδοτικές δαπάνες το 2017.
Όσον αφορά τα συγκεκριμένα ζητήματα που ανέφερε ο κ. βουλευτής, η Επιτροπή θα ήθελε να τον ενημερώσει ότι η φορολογία εμπίπτει στην αρμοδιότητα των ελληνικών αρχών. Η ελληνική κυβέρνηση είναι επίσης υπεύθυνη για τις συγκεκριμένες λεπτομέρειες των υποχρεώσεων που έχει αναλάβει στο πλαίσιο του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας. Στις υποχρεώσεις αυτές περιλαμβάνονται μέτρα διεύρυνσης της φορολογικής βάσης για τον φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων, που εγκρίθηκε το 2016, και μείωσης της πίστωσης φόρου για τη φορολογία εισοδήματος, που θεσπίστηκε την άνοιξη του 2017 και αναμένεται να τεθεί σε ισχύ μετά τη λήξη του προγράμματος στήριξης της σταθερότητας.
Η Επιτροπή είναι της άποψης ότι η υψηλή φορολογική επιβάρυνση της εργασίας αποτελεί σαφώς εμπόδιο για την αποτελεσματική και ομαλή λειτουργία των αγορών εργασίας και έρχεται σε αντίθεση με τον στόχο τόνωσης της οικονομικής δραστηριότητας και αύξησης της απασχόλησης. Στο πλαίσιο αυτό, η Επιτροπή θα ήθελε να επισημάνει ότι η δέσμη μέτρων μετά το πρόγραμμα, που συμφωνήθηκε την άνοιξη του 2017, περιλαμβάνει μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων (ΦΕΦΠ) κατά 2 ποσοστιαίες μονάδες (και μείωση του συντελεστή φόρου εισοδήματος εταιρειών [ΦΕΕ] κατά 3 ποσοστιαίες μονάδες) από το 2020, εφόσον υπάρχουν διαθέσιμα δημοσιονομικά περιθώρια.
Φωτογραφία SOOC