Του Γιώργου Φιντικάκη
Νερό στο μύλο της προεκλογικής παροχολογίας από την κυβέρνηση αναμένεται να ρίξει η επισημοποίηση πλέον και από την ΕΛΣΤΑΤ των υπερποδόσεων της χώρας στη μάχη επίτευξης υπερπλεονασμάτων. Για το 2018 ο στόχος ξεπεράστηκε αισθητά ως αποτέλεσμα της βαριάς φορολόγησης αλλά και της διαρκούς περικοπής δαπανών, και το πρωτογενές πλεόνασμα του έτους διαμορφώθηκε στο 4,4% ή σε 8,149 δισ. ευρώ σε όρους Eurostat.
Η υπεραπόδοση αυτή που φτάνει το 1,6 δισ. ευρώ σε σχέση με τον στόχο του 3,5%, αφήνει θεωρητικά χώρο στην κυβέρνηση να εντείνει την επιδοματική πολιτική της, παρότι πρακτικά η διανομή του υπερπλεονάσματος της περσινής χρονιάς είναι δύσκολο να γίνει δεδομένου ότι η δαπάνη θα πρέπει να εγγραφεί στον φετινό προϋπολογισμό.
Επιβεβαιώνοντας τα στοιχεία της ελληνικής στατιστικής αρχής η Eurostat ανακοίνωσε πρωτογενές πλεόνασμα κατά 0,5% πάνω από τον επίσημο στόχο του υπουργείου Οικονομικών για 3,9% του ΑΕΠ το 2018, παρά τα ποσά που κατεβλήθησαν για κοινωνικό μέρισμα και αναδρομικά των ειδικών μισθολογίων στα τέλη του περασμένου έτους.
Στην πράξη αυτό μεταφράζεται σε υπέρβαση του στόχου, εξέλιξη η οποία θα χρησιμοποιηθεί πιθανότατα ως «πολιτικό» επιχείρημα από την κυβέρνηση, στη λογική ότι αφού για τέταρτη συνεχόμενη χρονιά καταφέρνει να πετύχει υπερ-πλεονάσματα, θα τα καταφέρει και φέτος. Όπως ακριβώς δηλαδή πέτυχε πέρυσι να εμφανίσει τεράστιο δημοσιονομικό χώρο, παρ'' ότι διένειμε εκατοντάδες εκατομμύρια ευρώ τόσο για το έκτακτο κοινωνικό μέρισμα, όσο και για τα αναδρομικά, το ίδιο θα πετύχει και φέτος.
Διότι το περυσινό «μνημονιακό» πλεόνασμα ύψους 4,4% δεν έχει το παραμικρό ουσιαστικό αντίκρυσμα. Δεν μπορεί να διανεμηθεί, καθώς αφορά την προηγούμενη χρονιά. Για φέτος και το 2020 η κυβέρνηση έχει εξαντλήσει τα περιθώρια, μοιράζοντας ήδη όλο το διαθέσιμο υπερ-πλεόνασμα από τον περασμένο Δεκέμβριο.
Παρ'' όλα αυτά η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να αξιοποιήσει την σημερινή ανακοίνωση της Eurostat καθαρά επικοινωνιακά. Το επιχείρημα κατά τις συζητήσεις με τους δανειστές αμέσως μετά το Πάσχα θα είναι ότι αφού πήγαμε τόσο καλά πέρυσι, αντίστοιχα θα πάει η οικονομία και φέτος, πολλώ δε μάλλον όταν κινείται εκτός των μνημονίων.
Τα στοιχεία που ανακοινώθηκαν σήμερα για το 2018, δείχνουν ότι:
-Το ΑΕΠ διαμορφώνεται σε 184,714 εκατ. ευρώ.
-Το πλεόνασμα κινείται στο 1,1% του ΑΕΠ (1,991 δισ. ευρώ).
- Το πρωτογενές πλεόνασμα φτάνει τα 8,149 δισ. ευρώ.
- Σε επίπεδο δαπανών γενικής κυβέρνησης αυτές αντιστοιχούν σε 83,343 δισ. ευρώ (46,74% του ΑΕΠ).
- Σε επίπεδο εσόδων γενικής κυβέρνησης αυτά διαμορφώνονται σε 88,334 δισ. ευρώ (47,82% του ΑΕΠ).
Όσο για το χρέος της γενικής κυβέρνησης ανήλθε στα 334,573 δισ. ευρώ (181,1% του ΑΕΠ από 176,2% του ΑΕΠ το 2017).
Η αξιοποίηση των παραπάνω στοιχείων από την κυβέρνηση θεωρείται δεδομένη στις επικείμενες συζητήσεις της με τους δανειστές, πολλώ δε μάλλον όταν η πορεία του φετινού προϋπολογισμού, άρα και το αν υπάρχει περιθώριο για νέες παροχές, θα πιστοποιηθεί μετά το καλοκαίρι, όταν και θα υπάρχουν διαθέσιμα στοιχεία. Αλλά η κυβέρνηση δεν έχει τον πολιτικό χρόνο να περιμένει το φθινόπωρο, προκειμένου να ανακοινώσει νέα μέτρα μόνιμης απόδοσης. Όταν θα έχει οριστικοποιηθεί το δημοσιονομικό αποτέλεσμα του 2019, θα είναι πλέον πολύ αργά, οι βουλευτικές εκλογές θα αποτελούν ήδη παρελθόν.
Έτσι μένει να φανεί κατά πόσο ο Αλ. Τσίπρας θα ρισκάρει να ανακοινώσει νέες παροχές μετά το Πάσχα, χωρίς τη σύμφωνη γνώμη των θεσμών ή αν θα κινηθεί εντός των στενών περιθωρίων του προϋπολογισμού και του μεσοπρόθεσμου σχεδίου που θα κατατεθεί τον Μάιο. Πολλά περιθώρια δεν υπάρχουν. Παρ'' όλα αυτά το οικονομικό επιτελείο δέχεται πιέσεις να ανακοινωθεί το συντομότερο δυνατόν τουλάχιστον ένα μέτρο άμεσης εφαρμογής, όπως η μείωση του ΦΠΑ στην εστίαση από το 24% στο 13%, το οποίο απαιτεί κοντά στα 300 εκατ. ευρώ.
Σίγουρα η διάρρηξη των σχέσεων με τους θεσμούς δεν θα είχε άμεσο αρνητικό αποτέλεσμα δεδομένου ότι η επόμενη εκταμίευση δόσης από τα κέρδη των ANFAs και των SMPs στην πράξη θα γίνει το φθινόπωρο. Αλλά η ψήφιση παροχών χωρίς να αποδεικνύεται ότι υπάρχει ο δημοσιονομικός χώρος, θα αποτελούσε εξαιρετικά κακό μήνυμα προς τις αγορές οι οποίες κατανοούν μόνο σε έναν βαθμό τη «θεωρία του εκλογικού κύκλου».
Ένα λοιπόν πιθανό σενάριο είναι, στο πλαίσιο κατάθεσης του μεσοπρόθεσμου προγράμματος δημοσιονομικής στρατηγικής, να «διανεμηθεί» από τώρα ο δημοσιονομικός χώρος όλης της περιόδου μέχρι και το 2023. Ειδικά το 2023, το προς διάθεση ποσό μπορεί να εκτιναχθεί δεδομένου ότι δεν θα υπάρχει ο στόχος για το υπερ-πλεόνασμα του 3,5%. Βέβαια, ακόμη και γι' αυτό το σχέδιο παροχολογίας, η κυβέρνηση θα πρέπει να λάβει υπόψη της:
1. Πρώτον, ότι η δέσμευση για διατήρηση του αφορολογήτου έχει από μόνη της πολύ υψηλό δημοσιονομικό κόστος που φτάνει στα 2 δισ. ευρώ. Και αυτό πρέπει να καλυφθεί αν η κυβέρνηση θέλει να εξασφαλίσει το πράσινο φως της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για την ακύρωση του μέτρου.
2. Δεύτερον, ότι υπάρχει μπροστά η «βόμβα» των αναδρομικών από τις διεκδικήσεις των συνταξιούχων και των δημοσίων υπαλλήλων. Το ποσό έχει υπολογιστεί σύμφωνα με το ΔΝΤ στα 9 δισ. ευρω.
3. Τρίτον, ότι έχουν ήδη ψηφιστεί μέτρα που επηρεάζουν τους μελλοντικούς προϋπολογισμούς και πρέπει να ληφθούν υπόψη. Αυτά είναι η μείωση των συντελεστών φορολόγησης στα νομικά πρόσωπα και στα μερίσματα, η δεύτερη φάση της μείωσης του ΕΝΦΙΑ και η διατήρηση του ειδικού καθεστώτος του ΦΠΑ στα νησιά του Αιγαίου για ακόμη έξι μήνες.