Το παιχνίδι Τσίπρα και οι φόβοι για παράταση της δεύτερης αξιολόγησης

Το παιχνίδι Τσίπρα και οι φόβοι για παράταση της δεύτερης αξιολόγησης

Του Βασίλη Γεώργα

Η εκτίμηση ότι ο Αλέξης Τσίπρας έχει επιλέξει να κρατήσει ανοιχτή τη δεύτερη αξιολόγηση τουλάχιστον μέχρι τον Μάιο ή και αργότερα, είναι διάχυτη πλέον τόσο στις τάξεις των δανειστών, όσο και μεταξύ κορυφαίων παραγόντων της οικονομίας στην Ελλάδα.

Παρά τις πιθανές βλάβες που μπορεί να προκληθούν στην οικονομία, τα στοιχεία τα οποία δείχνουν ότι η κυβέρνηση συγκεντρώνει συστηματικά ρευστότητα στα δημόσια ταμεία είναι μια ακόμη ένδειξη ότι η ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι πιθανόν να καθυστερήσει αρκετά.. Το γεγονός επίσης ότι στο Eurogroup της 20ης Μαρτίου η Ελλάδα είναι το 4ο θέμα της ατζέντας, δείχνει δεν υπάρχουν σοβαρά περιθώρια να έχουμε τεχνική συμφωνία την ερχόμενη Δευτέρα, παρότι η κυβέρνηση φέρεται να έχει συμφωνήσει στα πολύ δύσκολα θέματα της διαπραγμάτευσης που είναι οι περικοπές στις συντάξεις και στο αφορολόγητο κατά 3,6 δισ. ευρώ.

Παρά τις προειδοποιητικές «κραυγές» της οικονομίας, η καθυστέρηση προβάλλεται ως στρατηγική την οποία υψηλόβαθμα κυβερνητικά στελέχη δικαιολογούν με το επιχείρημα πως η κυβέρνηση είναι πεπεισμένη ότι πρέπει να αναλώσει περισσότερο χρόνο «προκειμένου να χωνευτούν οι απαραίτητες μετατοπίσεις των δανειστών προς τις απαιτήσεις της ελληνικής πλευράς για τα αντίμετρα, το χρέος και τα πλεονάσματα…»

Πίσω από το αφήγημα του Μαξίμου ότι «είναι προτιμότερο το βραχυπρόθεσμο κόστος της διαπραγμάτευσης από τη μη διαπραγμάτευση»,  παράγοντες της οικονομίας και πολιτικοί αντίπαλοι του ΣΥΡΙΖΑ διακρίνουν την αγωνία της κυβέρνησης να εκπέμψει το μήνυμα ότι παρά τη ραγδαία δημοσκοπική φθορά της, είναι εκείνη η οποία κρατά ακόμη τα ηνία και έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων.

Η εκτίμηση είναι πως αν ολοκληρώσει γρήγορα τη δεύτερη αξιολόγηση και διαλύσει τους μύθους που συνοδεύουν την σκληρή διαπραγμάτευση, θα μείνει μόνο με τον απόηχο των πολύ σκληρών μέτρων περικοπής συντάξεων και νέων φόρων, και θα περιστρέψει οικειοθελώς τους δείκτες του ρολογιού προς την ταχύτερη απαξίωσή της.

Όμως αυτό δεν είναι πολιτική που αποσκοπεί στην ανάταξη της οικονομίας, αλλά μικρο-διαχείριση του πολιτικού της χρόνου με επικοινωνιακούς όρους.

Καθυστερώντας να πάρει τη συμφωνία που βρίσκεται από πέρυσι στο τραπέζι και σπρώχνοντας το χρόνο των αποφάσεων βαθιά στην καρδιά της προεκλογικής περιόδου στη Γαλλία και τη Γερμανία, ποντάρει κυρίως στην προσδοκία ότι θα μπορούσε να κερδίσει κάτι περισσότερο στο χρέος και τα πλεονάσματα, ώστε να μπορέσει να χτίσει το καινούριο της αφήγημα ενόσω η Ελλάδα θα πλησιάζει επίσης στο δικό της πρόωρο ή προγραμματισμένο εκλογικό κύκλο το 2018 ή το 2019.

Αυτή, όμως, είναι μια εκτίμηση η οποία ενδέχεται να αποδειχθεί λανθασμένη και ίσως καταστρεπτική. Τα στοιχεία της οικονομίας καταδεικνύουν ότι ο χρόνος που αναλώνει η κυβέρνηση οραματιζόμενη μια «συνολική συμφωνία», λειτουργεί σε βάρος της οικονομίας.

Μια «άκαιρη» συμφωνία όταν η ζημιά θα έχει γίνει, θα είναι σαν το παγωμένο φαγητό. Ακόμη κι αν είναι καλοψημένο και γαρνιρισμένο στην εντέλεια, όταν φτάσει στο τραπέζι παγωμένο ο πελάτης θα το επιστρέψει  και όχι μόνο δεν θα δώσει φιλοδώρημα αλλά θα ζητήσει τα λεφτά του πίσω.

Αυτή τη στιγμή είναι γεγονός πως παρά το κλίμα προόδου που καλλιεργείται για τις διαπραγματεύσεις, δεν προκύπτει από πουθενά ότι βρισκόμαστε μπροστά σε συμφωνία ή ότι υπάρχει κάποιο χρονικό ορόσημο εντός του οποίου όλα θα πρέπει να έχουν τελειώσει. Ο Απρίλιος και ο Μάιος προβάλλονται ως πιθανές ημερομηνίες κατάληξης του θρίλερ μόνο ως καλό σενάριο.

Αυτό μπορεί να συμβαίνει για δύο λόγους. Ένας είναι ότι οι δανειστές μας έχουν «ξεχασμένους» γιατί ασχολούνται πλέον με τα δικά τους θέματα, και ο άλλος ότι ξέρουν πως ο χρόνος δουλεύει υπέρ τους. Αργά ή γρήγορα, όμως, η κυβέρνηση θα πρέπει να κλείσει την αξιολόγηση ακόμη και αν χρειαστεί αυτή να σπάσει σε κομμάτια, ώστε να βρει τα χρήματα να πληρώσει τα ομόλογα ύψους 7,4 δισ. ευρώ που λήγουν μέσα τον Ιούλιο.

Εκτός αν όντως έχει και άλλα σχέδια στο τραπέζι, τα οποία θα ενεργοποιηθούν στην περίπτωση που δεν αποδώσει τα προσδοκώμενα το βασικό πλάνο για το οποίο οι περισσότεροι ευελπιστούν πως παραμένει η ολοκλήρωση της αξιολόγησης.

Η ισχυρή δημοσκοπική πίεση υπό την οποία βρίσκεται αυτή την περίοδο η κυβέρνηση δεν φαίνεται να διαμορφώνει προϋποθέσεις επιτυχούς ηρωικής εξόδου μετά από ένα δημοψήφισμα ή πρόωρες εκλογές. Δημιουργεί όμως την εντύπωση πως στο κακό σενάριο, από το να καταποντιστεί εκλογικά, η κυβέρνηση θα προτιμήσει να συγκυβερνήσει ή τουλάχιστον να προσπαθήσει να ανοίξει δρόμο για κάτι τέτοιο. Και αυτή η στρατηγική είναι η επικρατέστερη αν η αξιολόγηση καθυστερήσει τόσο ώστε η κατάσταση φτάσει στο σημείο όπου δυνάμεις των δανειστών και επιχειρηματικών λόμπι θα αρχίσουν να και να επικαλούνται διλήμματα «4ου μνημονίου ή δραχμής» και να πιέζουν αφόρητα για «συναινετικές λύσεις».