Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Το μνημόνιο τελείωσε. Ζήτω… τα μνημόνια των αγορών. Με τη λήξη του μνημονίου η κυβέρνηση θα ήθελε να πανηγυρίσει το τέλος της κρίσης, αγνοώντας τις πολλαπλές εστίες αβεβαιότητας γύρω μας. Η πραγματικότητα, ωστόσο, δεν αφήνει περιθώρια για φιέστες και, δυστυχώς, η Ελλάδα θα συνεχίσει να βρίσκεται στην κατηγορία «υψηλού κινδύνου».
Έχουν ειπωθεί πάρα πολλά για το τέλος του ελληνικού προγράμματος και για το κατά πόσο είναι «καθαρή» η έξοδος της Ελλάδας από τη σκληρή επιτροπεία και το ασφυκτικό πλαίσιο των αξιολογήσεων. Η πραγματικότητα είναι μία και πολύ συγκεκριμένη. «Καθαρή» έξοδος σημαίνει ότι η ελληνική κυβέρνηση μπορεί να κάνει… του κεφαλιού της, στο βαθμό που αυτό είναι δυνατό για όλα τα κράτη-μέλη της Ένωσης τα οποία δεν βρίσκονται σε πρόγραμμα.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που αξιολογήσεις θα υπάρχουν, αφού υπάρχει ένας μεγάλος αριθμός προαπαιτούμενων που δεν έχουν εφαρμοστεί και η χώρα μας δεν μπορεί να αποφασίζει για το σύνολο των πολιτικών που θα εφαρμόζει, «καθαρή» έξοδος δεν υπάρχει.
Υπάρχει δεν υπάρχει καθαρή έξοδος, το βασικό ζήτημα για την Ελλάδα από την 21η Αυγούστου δεν είναι αυτό. Είναι η σχέση εμπιστοσύνης που έχει με τις αγορές και ο χρόνος που θα χρειαστεί για να αποκατασταθεί μετά από τόσα χρόνια αποκλεισμού. Διότι μόνο αν η Ελλάδα αποδείξει ότι εφαρμόζει πολιτικές που έχουν στόχο την εξυγίανση και τη μακροπρόθεσμη βιωσιμότητα του κράτους, θα καταφέρει να δανείζεται με λογικά επιτόκια.
Τα παραδείγματα είναι πολλά. Χώρες όπως η Ιρλανδία, η Πορτογαλία και η Κύπρος κατάφεραν να επιστρέψουν και σε ορισμένες περιπτώσεις να εμφανίσουν επιδόσεις καλύτερες από την προ κρίσης εποχή. Κάθε περίπτωση είναι ξεχωριστή και σε μία αποτίμηση της κατάστασης θα πρέπει να συνυπολογίσουμε τις όποιες ιδιαιτερότητες είχε η ελληνική υπόθεση.
Το θέμα είναι τι θα γίνει στο εξής. Θα συνεχίσει η Ελλάδα να αποτελεί έναν ασθενή μέσα στην Ευρώπη που όλοι θα τον δείχνουν ως παράδειγμα προς αποφυγή ή θα αποφασίσει να εκπλήξει τους πάντες και να γίνει – ποτέ δεν είναι αργά – παράδειγμα προς μίμηση;
Αν δούμε τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων και την επικρατούσα αντίληψη των επενδυτών, όπως αυτή αντανακλάται στις μεταβολές των ελληνικών τίτλων στις αναταράξεις των αγορών, θα καταλάβουμε ότι, δυστυχώς, η Ελλάδα παραμένει μία χώρα εξαιρετικά υψηλού κινδύνου.
Το κόστος δανεισμού της χώρας μας διαμορφώνεται πάνω από το 4,3% όταν το χαμηλότερο επίπεδο που έχει βρεθεί σε περιβάλλον κρίσης είναι το 3,65% τον περασμένο Ιανουάριο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι από τότε οι διεθνείς αγορές έχουν βιώσει αρκετές αναταράξεις λόγω του εμπορικού πολέμου και των γεωπολιτικών ανησυχιών, του Brexit και άλλων παραγόντων που τάραξαν τα ήρεμα ύδατα του 2017.
Είναι άλλο ένας τίτλος να εμφανίζει χειρότερες επιδόσεις από τις συνηθισμένες λόγω του δυσμενούς κλίματος στις παγκόσμιες αγορές και άλλο να παραμένει σε περιοχή «υψηλού κινδύνου». Για παράδειγμα, η απόδοση του 10ετούς ομολόγου της Ιρλανδίας βρίσκεται στο 0,841%(!) και της Πορτογαλίας στο 1,85%, αποδεικνύοντας ότι οι αγορές δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις οικονομίες που ανακάμπτουν, ακόμη και αν οι συνθήκες δεν είναι οι καλύτερες.
Μέχρι και ο οίκος Fitch, ο οποίος διαθέτει την καλύτερη αξιολόγηση για το ελληνικό αξιόχρεο (BB-), απέχοντας τρεις βαθμίδες για να ξεφύγει η Ελλάδα από την κατηγορία «junk», βλέπει σημαντικούς κινδύνους. Αυτός είναι ο λόγος που τα ελληνικά ομόλογα δεν έχουν αξιολόγηση «Baa3» ή «ΒΒΒ-» η οποία θα ξεκλείδωνε τόσο τη φθηνή χρηματοδότηση των ελληνικών τραπεζών, όσο και στην ένταξη της χώρας στο QE, ακόμη και στην τελευταία του φάση.
Με άλλα λόγια, οι συνθήκες για την Ελλάδα έχουν σαφώς βελτιωθεί μετά από 8 χρόνια θυσιών, όμως σε καμία περίπτωση δεν είναι αυτές που θα έπρεπε για να υπάρχει ελπίδα ότι θα επιστρέψουμε ή έστω θα πλησιάσουμε σύντομα στα προ κρίσης επίπεδα.
Το δημόσιο έχει να αντιμετωπίσει τις αγορές και η κυβέρνηση τις εκλογές και αυτά τα δύο μαζί δημιουργούν ένα εκρηκτικό μίγμα. Στο μεταξύ, οι τράπεζες περιμένουν τη βελτίωση του κλίματος στην πραγματική οικονομία για να δουν τα «κόκκινα» δάνεια να μειώνονται χωρίς να χρειαστούν νέες προβλέψεις σε επίπεδο που θα καθιστά επιτακτική την ανάγκη νέας κεφαλαιακής ενίσχυσης.
Όσο για τους πολίτες, η ακατάσχετη φορολογική αφαίμαξη συνεχίζεται για να μπορεί η κυβέρνηση να δίνει έκτακτα επιδόματα και να συντηρεί το αφήγημα της Αριστεράς που ενδιαφέρεται να τους αδύναμους και «ξεζουμίζει τους έχοντες. Μόνο που ως «έχοντες» πλέον, θεωρούνται όσοι έχουν την παραμικρή δυνατότητα να πληρώσουν φόρους και ασφαλιστικές εισφορές, δηλαδή οι μισθωτοί και όλοι οι ελεύθεροι επαγγελματίες.
Σε κάθε ανάλυση, είτε είναι θετική είτε αρνητική για τις προοπτικές της ελληνικής οικονομίας, επισημαίνεται ένας κίνδυνος περισσότερο από όλους. Αυτός είναι ο «κίνδυνος εκτέλεσης», ήτοι να μην εφαρμοστούν όσα έχουν συμφωνηθεί και η χώρα να γίνει έρμαιο στις ορέξεις των αγορών. Ο κίνδυνος, δηλαδή, να μην γίνουμε ούτε Ιρλανδία, ούτε Πορτογαλία.
Μπορεί το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» να εγγυάται την εξυπηρέτηση των χρηματοδοτικών αναγκών για την επόμενη διετία, όμως η Ελλάδα δεν έχει την πολυτέλεια να περιμένει άλλη μία «χαμένη τριετία» όπως αυτή της διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ.
Η επιστροφή στην ομαλότητα θα επιτευχθεί μόνο αν γίνουμε μία κανονική χώρα, που προσελκύει επενδύσεις και δεν διαχειρίζεται απλώς προβληματικές επιχειρήσεις και «κόκκινα» δάνεια, που διαθέτει κράτος δικαίου και μία κυβέρνηση που δεν περιορίζεται στις πολιτικές σκοπιμότητες.