Το γεγονός ότι η αγοραστική δύναμη στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου όρου της ΕΕ, υψηλότερα μόνο από τη Βουλγαρία, αλλά το επίπεδο τιμών φθάνει το 88,2%, είναι μια άβολη και ενοχλητική αλήθεια για τα δομικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας σε βάθος δεκαετιών.
Δείχνει ένα διπλό πρόβλημα, μια πικρή πραγματικότητα. Μπορεί το ΑΕΠ να αυξάνεται ταχύτερα από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης, αλλά το χάσμα που χωρίζει την αγοραστική δύναμη του Έλληνα από τους εταίρους μας, τον Πορτογάλο, το Ρουμάνο, το Σλοβένο και το Σλοβάκο, παραμένει μεγάλο. Δεν αρκούν όσα κάνουμε, πρέπει να τρέξουμε κι άλλο, περισσότερο, πιο γρήγορα.
Από τη μια πλευρά, ο μέσος μισθός στην Ελλάδα είναι χαμηλότερος απ’ ότι ήταν το 2009, η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου συνεχίζει να συμβαίνει αυτό, που σημαίνει παρά την αύξηση πέρυσι στο κατώτατο μισθό, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ σε μονάδες αγοραστικής δύναμης διατηρείται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα.
Από την άλλη, και ακριβώς λόγω των χαμηλών μισθών, το επίπεδο τιμών που στην Ελλάδα φθάνει στο 88,2% του μέσου όρου της ΕΕ των 27, κάνει τις αυξήσεις στα γαλακτοκομικά, το κρέας, τα ενοίκια και άλλους βασικούς τομείς της καθημερινότητάς μας να τις αισθανόμαστε πολύ πιο έντονα απ' ότι αλλού.
Αυτός ο συνδυασμός δείχνει αυτό που λένε οι οικονομολόγοι, ότι θα χρειαστούν πολλά χρόνια συγκριτικής υπεραπόδοσης της ελληνικής οικονομίας, ότι θα πρέπει να «τρέχουμε» ως οικονομία με ρυθμό ανάπτυξης σχεδόν διπλάσιο απ’ ότι την προηγούμενη δεκαετία, με ό,τι αυτό σημαίνει σε αυξήσεις μισθών, ώστε να βρεθούμε κοντά στον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης των 27 και της Ευρωζώνης των 20.
Τα στοιχεία που ανακοίνωσε χθες η Eurostat για το 2022 μετρούν το κατά κεφαλήν εισόδημα σε όρους αγοραστικών μονάδων (purchasing power parities - PPPs). Δηλαδή, το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ) διαιρείται δια του μέσου πληθυσμού κάθε χρόνο και έτσι υπολογίζεται η αγοραστική δύναμη βάσει της οποίας συγκρίνονται μεταξύ τους οι χώρες.Εδώ έχει ιδιαίτερη σημασία η σύγκριση της Ελλάδα, όχι με τις χώρες του πλούσιου Βορρά, αλλά με του ευρωπαϊκού Νότου, γειτονικών μας χωρών ή όσων βρέθηκαν επίσης στη δίνη της οικονομικής κρίσης τη δεκαετία του 2010. Τα ελληνικά μνημόνια μπορεί να κράτησαν περισσότερο από οπουδήποτε αλλού, ωστόσο κρίση πέρασαν και άλλοι.
Αν δει λοιπόν κανείς την Πορτογαλία, την Ισπανία και την Ιταλία, σήμερα βρίσκονται όλες πολύ υψηλότερα από την Ελλάδα σε όρους κατά κεφαλήν εισοδήματος με όρους αγοραστικής δύναμης. Στην Πορτογαλία το ποσοστό είναι στο 83% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, στην Ισπανία 89% και στην Ιταλία στο 97%. Σημειωτέον ότι Ισπανία και Ιταλία επλήγησαν σημαντικά και από την πανδημία του 2020.
Στον αντίποδα, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρίσκεται στο 67% του μέσου ευρωπαϊκού όρου, δηλαδή κατέχουμε την 26η χειρότερη θέση, όταν στη Σλοβακία είναι 73%, σε Κροατία και Ουγγαρία 76%, στη Ρουμανία 78%, στην Πολωνία 80%, σε Σλοβενία και Τσεχία 91% και στην Κύπρο φτάνει το 95%. Δηλαδή είναι δεκατρείς θέσεις ψηλότερα από εμάς.
Έχει επίσης ενδιαφέρον ότι αυτή δεν είναι μια εικόνα που προέκυψε ξαφνικά το 2022, παρόμοιες ήταν οι επιδόσεις μας και τα προηγούμενα χρόνια στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ με όρους αγοραστικής δύναμης.
Αν κοιτάξει κανείς το επίπεδο των τιμών, η Ελλάδα το 2022 ήμασταν στο 88,2% του ευρωπαϊκού μέσου όρου, δηλαδή στη 18η θέση μεταξύ των «27», πάνω από την Πορτογαλία, και κοντά σε χώρες όπως Ισπανία και Κύπρος, όπου το κατά κεφαλήν εισόδημα είναι πολύ υψηλότερο.
Συμπερασματικά: Αν και δεν είμαστε ανάμεσα στις ακριβότερες χώρες και παρ’ ότι άλλες έχουν ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα με το πληθωρισμό και το επίπεδο των τιμών, εκείνο που μας κρατά καθηλωμένους στην προτελευταία θέση της ΕΕ είναι οι μισθοί και συνολικά η πορεία του Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος. Η οικονομία τα πηγαίνει καλά, έχουμε πενταπλάσιους ρυθμούς ανάπτυξης από το μέσο όρο στην Ευρωζώνη, το ΑΕΠ αυξάνεται, αλλά όχι τόσο, όσο θα έπρεπε, για να μας ανεβάσει σημαντικά το κατά κεφαλήν εισόδημα και να ξεκολλήσουμε από τη θέση του ουραγού.
Και πώς μπορεί να αυξηθεί πιο πολύ το ΑΕΠ; Με επενδύσεις σε προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας, που θα εντάξουν πολλά ελληνικά προϊόντα στις διεθνείς εφοδιαστικές αλυσίδες, όχι επενδύσεις μόνο σε ακίνητα και κατοικίες, όπως πέρυσι, που δεν ήταν μια μεγάλη χρονιά στον τομέα αυτό.
Είχαμε επενδύσεις 27,8 δισ. ευρώ, με αύξηση μόλις 3,9% έναντι του 2022, όταν οι αρχικές προσδοκίες, ένα χρόνο πριν, στον προϋπολογισμό του 2023 προέβλεπαν αύξηση 15,5%. Και ακόμη χειρότερα ήταν τα πράγματα με τις άμεσες ξένες επενδύσεις, οι οποίες διαμορφώθηκαν στα 4,48 δισ. ευρώ, μειωμένες κατά 40% σε σύγκριση με το ρεκόρ του 2022 των 7,53 δισ. ευρώ. Οι μισές ξένες επενδύσεις όμως ήταν στα ακίνητα.
Η αύξηση των επενδύσεων είναι η μόνη πιθανότητα για να αυξηθεί ο μέσος μισθός στην Ελλάδα (σήμερα κάτω από τα 1.300 ευρώ) και για να δούμε νέες καλοπληρωμένες θέσεις εργασίας. Ειδάλλως, οι απολαβές μας θα είναι μόνιμα χαμηλές, οπότε η όποια αύξηση στα τρόφιμα ή στο κόστος στέγασης θα έχει άλλο βάρος στην Ελλάδα απ’ ότι σε άλλες χώρες. Καλή, η αύξηση του κατώτατου μισθού που φαίνεται ότι έχει «κλειδώσει» στα 830 ευρώ, (δηλαδή συν 50 ευρώ μεικτά), αλλά αυτός έχει ανέβει 33% από το 2018, έναντι μόλις 16% του μέσου μισθού στο ίδιο διάστημα. Δεν αρκεί για να βελτιωθεί η εικόνα στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ της χώρας.
Αρκεί να σκεφτούμε την απόσταση που έχουμε να καλύψουμε από το 2009, όπου το κατά κεφαλήν ΑΕΠ στην Ελλάδα βρισκόταν στο 95% του μέσου ευρωπαϊκού όρου. Ακριβώς εκεί που είναι σήμερα η Κύπρος, η οποία επίσης έχει περάσει από μνημόνια. Το δε, επίπεδο τιμών τότε, ήταν μόνο 1% πάνω από το μέσο ευρωπαϊκό όρο.