Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η ελληνική κυβέρνηση δεν έχει, πλέον, δικαιολογίες, ούτε μπορεί να δίνει εύκολες υποσχέσεις για επιστροφή στην κανονικότητα και έξοδο από την κρίση με το που τελειώσει το πρόγραμμα στις 20 Αυγούστου. Η όποια φιέστα για το τέλος του μνημονίου θα είναι «fake» και οι κορόνες για «ξήλωμα» των μέτρων που έχουν ήδη ψηφιστεί – όπως η μείωση των συντάξεων – θα αποτελούν δείγματα της προεκλογικής στρατηγικής που θα ακολουθήσει ο πρωθυπουργός και τίποτα παραπάνω αφού και ο ίδιος γνωρίζει πως δεν θα μπορούν να υλοποιηθούν.
Δεν έχει, επίσης, δικαιολογίες για τα πολύ φτωχά αποτελέσματα σε ότι αφορά την προσέλκυση επενδύσεων. Η χθεσινή «κίτρινη κάρτα» από τη Moody''s, η οποία επισήμανε τις χειρότερες επιδόσεις της ελληνικής κυβέρνησης στον τομέα των επενδύσεων, σε σύγκριση με τις υπόλοιπες χώρες που πέρασαν ύφεση και μνημόνια (Ιρλανδία, Κύπρο, Πορτογαλία), δείχνει το δρόμο που πρέπει να ακολουθήσει τους επόμενους μήνες για να κερδίσει ο Αλέξης Τσίπρας το χαμένο έδαφος.
Η Κομισιόν, βέβαια, μας προειδοποιεί να κρατήσουμε μικρό καλάθι, προβλέποντας ότι τα έσοδα από ιδιωτικοποιήσεις θα περιοριστούν συνολικά σε 14 δισ. ευρώ. Θεωρείται, συνεπώς, απίθανο να βρει η σημερινή κυβέρνηση τον τρόπο να πυροδοτήσει ένα επενδυτικό κύμα τουλάχιστον 40 δισ. ευρώ που θα δώσει ουσιαστική ώθηση στην ανάπτυξη. Σύμφωνα με την Moody''s, αν δεν αλλάξει άμεσα κάτι τότε η ανάπτυξη θα μείνει κολλημένη πέριξ του 2% στο βασικό σενάριο.
Ο Μάριο Ντράγκι και οι οίκοι αξιολόγησης είναι ξεκάθαροι αναφορικά με το μέλλον της ελληνικής οικονομίας. Η Ελλάδα θα επιστρέψει στην κανονικότητα μόνο αν συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και δεν πάρει πίσω ακόμη και τα πιο σκληρά μέτρα των μνημονίων. Κανονικότητα σημαίνει να μπορεί το ελληνικό δημόσιο να δανειστεί από τις αγορές με λογικά επιτόκια (βιώσιμα όπως έχει επικρατήσει να λέγονται) και η χώρα μας να συμμετέχει σε όλες τις πράξεις του ευρωσυστήματος. Να μπορεί δηλαδή να αξιοποιεί ΄λα τα διαθέσιμα εργαλεία, τόσο σε επίπεδο δημοσίου όσο και σε επίπεδο τραπεζών και επιχειρήσεων.
Η χθεσινή ημέρα, έκρυβε για όλα αυτά μία σαφέστατη προειδοποίηση για τον Αλέξη Τσίπρα. Ο οίκος Moody''s ξεκαθάρισε ότι η αξιολόγηση της Ελλάδας θα αναβαθμιστεί μόνο αν συνεχιστούν οι μεταρρυθμίσεις και οι τράπεζες αρχίσουν να λύνουν τα προβλήματά τους – κυρίως αυτό το «κόκκινων» δανείων. Θα αναβαθμιστεί σταδιακά για να ξεφύγει από την κατηγορία «junk» και να φτάσει σε επενδυτική διαβάθμιση. Τότε και μόνο τότε μακροπρόθεσμοι επενδυτές και όχι κερδοσκόποι, θα θέλουν να αγοράσουν ελληνικούς τίτλους, με αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά το κόστος δανεισμού της χώρας.
Αυτή είναι, λοιπόν, η επιστροφή στην κανονικότητα. Αν φτάσουμε εκεί, τότε η Ελλάδα θα μπορεί να ενταχθεί σε προγράμματα όπως αυτό της ποσοτικής χαλάρωσης. Για το οποίο χθες ο Ντράγκι έκλεισε οριστικά την πόρτα. Ατυχώς, στην εγχώρια αγορά είχε δημιουργηθεί η εντύπωση ότι η ενισχυμένη εποπτεία που συνοδεύει τη μεταμνημονιακή εποχή θα μπορούσε να πείσει τον Ιταλό να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο QE, διατηρώντας το waiver για τα ελληνικά ομόλογα. Αυτά που είπε χθες ο Ντράγκι ήταν όλα γνωστά. Όμως, η προσπάθεια του Γιάννη Στουρνάρα να πείσει το διοικητικό συμβούλιο της ΕΚΤ έτσι ώστε να βρεθεί μία λύση για να μη χάσουν οι ελληνικές τράπεζες την πρόσβαση στις πράξεις χρηματοδότησης της κεντρικής τράπεζας, άρα και τον φθηνό δανεισμό, είχε δημιουργήσει προσδοκίες, οι οποίες δεν επαληθεύτηκαν.
Και αυτό γιατί οι ξένοι δεν έχουν καμία εμπιστοσύνη στην ελληνική κυβέρνηση. Αν είχαν, άλλωστε, η αξιολόγηση του ελληνικού αξιόχρεου θα είχε αναβαθμιστεί ταχύτατα μετά τη συμφωνία του Eurogroup και ενόψει της λήξης του μνημονίου.
Βρισκόμαστε σε μια χρονική στιγμή που, θέλουμε - δεν θέλουμε, έχουμε ανάγκη τις αγορές περισσότερο από ποτέ. Οι αγορές είναι που αρχικά θα συναποφασίζουν με τους θεσμούς και στη συνέχεια θα αποφασίζουν μόνες τους, για το κατά πόσο θα δανειζόμαστε με χαμηλό ή υψηλό επιτόκιο. Το κόστος δανεισμού θα εξαρτηθεί από τις πολιτικές που θα εφαρμόζει η ελληνική κυβέρνηση και τις προοπτικές του χρέους και της οικονομίας.
Όσο η οικονομία εμφανίζει σημεία ανάκαμψης και δεν παρατηρούνται πισωγυρίσματα στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων, τόσο οι αξιολογήσεις θα είναι θετικές. Όμως για να ξεφύγουμε από τον... βούρκο της κατηγορίας «junk» χρειάζεται κάτι παραπάνω. Χρειάζονται επενδύσεις από αυτές που η σημερινή κυβέρνηση και ο κ. Τσίπρας δείχνουν ότι δεν επιθυμούν...
Υπενθυμίζεται ότι λίγο μετά τη συμφωνία του Eurogroup για το ελληνικό χρέος, οι «τρεις αδερφές», Moody''s, Fitch και S&P έστειλαν μήνυμα ότι δεν πρόκειται να φύγει η Ελλάδα από το junk αν δεν αυξηθούν σημαντικά οι άμεσες ξένες επενδύσεις και δεν μειωθούν αισθητά τα «κόκκινα» δάνεια.