Την πιθανότητα να υπάρχουν κερδισμένες επιχειρήσεις σε συγκεκριμένους κλάδους παρά τον μεγάλο πληθωρισμό, εξετάζει έρευνα της Τράπεζας Πειραιώς για την επίπτωση των τιμών ενέργειας και διατροφής στα νοικοκυριά και τις επιχειρήσεις, καθώς επισημαίνει ότι και κατά την περίοδο του 2008, οι τιμές της ενέργειας εκτινάχθηκαν αλλά πολλές επιχειρήσεις διατήρησαν την κερδοφορία τους, καθώς ήταν σε θέση να υπερασπίσουν τα περιθώρια κερδών τους ή έστω ήταν σε θέση να μετακυλήσουν το κόστος στους καταναλωτές και να μην έχουν απώλειες.
Αυτοί οι κλάδοι στο πρόσφατο παρελθόν, ήταν το real estate, οι διοικητικές και υποστηρικτικές υπηρεσίες, η εστίαση, οι αερομεταφορές, ο κλάδος της μεταποίησης ξυλείας, ο τουρισμός και οι τουριστικές υπηρεσίες, η κλωστοϋφαντουργία, ο κλάδος καπνού, τροφίμων και ποτών και οι υπηρεσίες υγείας.
Οι κλάδοι αυτοί, άντεξαν εκείνη την περίοδο και διατήρησαν ένα περιθώριο λειτουργικών κερδών από 2,6% έως και 12,7% για το real estate, που διατήρησε τη μεγαλύτερη λειτουργική κερδοφορία. Για τη σύγκριση των περιθωρίων χρησιμοποιείται ο μέσος όρος της τριετίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι ακόμα και ιδιαίτερα ενεργοβόροι κλάδοι όπως η διύλιση πετρελαίου και οι αερομεταφορές είχαν ισχυρά περιθώρια κερδοφορίας.
Δεν είχαν όμως όλοι οι κλάδοι την ίδια επιτυχία και φυσικά τα χαρακτηριστικά του πληθωρισμού τώρα είναι διαφορετικά, καθώς πλάι στα καύσιμα προστέθηκαν και τα τρόφιμα, όπου πάντως και το 2007-2008 υπήρχαν μεγάλες πληθωριστικές πιέσεις.
Υπήρχαν κλάδοι όπως η παραγωγή ηλεκτρισμού, που βρέθηκε στο ακριβώς απέναντι άκρο, υποφέροντας από την άνοδο των καυσίμων και των πρώτων υλών, ενώ υπενθυμίζεται ότι τότε η τιμή του φυσικού αερίου είχε πολύ μεγάλη συσχέτιση με την τιμή του αργού πετρελαίου (ρήτρα).
Αλλά η μελέτη που πραγματοποίησε το τμήμα Έρευνας και Επενδυτικής Στρατηγικής της Πειραιώς υπό τον Ηλία Λεκκό, εντοπίζει σημαντική λεπτομέρεια όσον αφορά τα καύσιμα, καθώς το κυρίαρχο καύσιμο τώρα για την πράσινη μετάβαση είναι το φυσικό αέριο και η εξάρτηση είναι μεγάλη.
Επίσης η τιμολόγηση του φυσικού αερίου βασίζεται στο TTF που έχει αυξηθεί σημαντικά κι έχει επιδεινωθεί από την γεωπολιτική κρίση κι όχι από τις διακυμάνσεις του πετρελαίου, ενώ τιμολόγηση του ηλεκτρικού ρεύματος διαμορφώνεται με τρόπο που περνά την επιβάρυνση στον καταναλωτή.
Στο μεταξύ, η έρευνα υπενθυμίζει ότι κατά την περίοδο πριν το 2010 και ειδικά μεταξύ των ετών 2007-2008 η τιμή του αργού πετρελαίου από τα 51 δολάρια το βαρέλι, εκτινάχθηκε στα 147 δολάρια το βαρέλι, δηλαδή η τιμή πρακτικά τριπλασιάστηκε κι η επιβάρυνση αυτή πέρασε σε όλες τις μορφές ενέργειας και τις οικονομικές δραστηριότητες.
Περιθώρια κάμψης του πληθωρισμού από τον Ιούνιο
Η έρευνα εντοπίζει δύο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά του πληθωρισμού: Είναι απότοκο των υψηλών τιμών της ενέργειας και των αγροτικών προϊόντων και κυρίως, η αύξηση του πληθωρισμού ήταν μία ραγδαία και απότομη εκτίναξη των τιμών κι όχι μία παρατεταμένη αργή διαδικασία.
Αυτό δημιούργησε ένα χάσμα και μία δυσαρμονία του δομικού πληθωρισμού που δεν υπολογίζει καύσιμα και τρόφιμα με το γενικότερο επίπεδο των τιμών.
Αντίστοιχα η απότομη άνοδος των τιμών επειδή συγκρίνεται με τις χαμηλότερες τιμές που προκάλεσε το υφεσιακό περιβάλλον της πανδημίας, επιτρέπει αισιοδοξία ότι ο ανοδικός πληθωριστικός ρυθμός έχει περιθώρια να καμφθεί, από το δεύτερο εξάμηνο και μετά και θα χάσει την ορμή του. Αυτό καθώς οι νέες τιμές θα συγκρίνονται με διαφορετική βάση τιμών που έχει ήδη καταγράψει άνοδο.
Επίπτωση στα εισοδήματα
Η έρευνα λαμβάνει υπόψη στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ για τα εισοδήματα και μετρά την επίδραση του πληθωρισμού σε διαφορετικές εισοδηματικές κατηγορίες. Όπως προκύπτει τα χαμηλότερα εισοδήματα επηρεάζονται περισσότερο, αφού το τμήμα των δαπανών τους για ενέργεια και διατροφή, είναι υψηλότερο σε σχέση με τα μεγαλύτερα εισοδήματα.
Όπως προκύπτει τα εισοδήματα όλων των νοικοκυριών βίωσαν την απότομη εκτίναξη του πληθωρισμού, με αντίστοιχη απότομη πτώση της αγοραστικής τους δύναμης, με πτώση που ξεκινά μετά τον Απρίλιο 2021 η οποία επιταχύνεται προς το τέλος του 2021.
Νοικοκυριά με εισοδήματα μέχρι 1.100 ευρώ βιώνουν πτώση της αγοραστικής τους δύναμης μέχρι και 8,5% ενώ για τα νοικοκυριά με εισοδήματα από 2.200 ευρώ και άνω η πτώση της αγοραστικής τους δύναμης είναι 7,3%.
Αντίστοιχα για νοικοκυριά με εισοδήματα άνω των 2.800 ευρώ η πτώση της αγοραστικής δύναμης είναι 6,7% και για εισοδήματα άνω των 3.500 ευρώ η πτώση είναι μικρότερη από 6% στο 5,7%.