Τον τελευταίο χρόνο η Ελλάδα έχει χάσει έδαφος στο πεδίο των μεταρρυθμίσεων έναντι των ανταγωνιστών της, συμπεραίνουν σε κοινή συνέντευξή τους στη Ναυτεμπορική ο Program Manager της Παγκόσμιας Τράπεζας για τη Νότια Ευρώπη Dirk Reinermann και η Senior Country Officer του ιδιωτικού βραχίονα IFC Andrea Engel.
Χαρακτηρίζουν την ανάμιξη στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών, με 150 εκατ. ευρώ, ως «το πρώτο βήμα» και τονίζουν ότι εξετάζεται περαιτέρω εμπλοκή της Παγκόσμιας Τράπεζας, με έμφαση στα «κόκκινα» δάνεια και τη χρηματοδότηση μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αναλυτικά η συνέντευξη όπως δημοσιεύεται στην Ναυτεμπορική:
- Παρατηρεί κανείς μια αυξανόμενη παρουσία της Παγκόσμιας Τράπεζας στην Ελλάδα, παρά το γεγονός ότι είθισται να χρηματοδοτεί αναπτυσσόμενες οικονομίες. Πρόκειται εδώ για μια εξαίρεση; Ή μήπως οι εξελίξεις των τελευταίων ετών έχουν στην πράξη εξωθήσει την Ελλάδα από το κλαμπ των ανεπτυγμένων χωρών;
«Οι σημερινές αναπτυξιακές προκλήσεις υπερβαίνουν τα εθνικά σύνορα και τα εισοδηματικά όρια. Την ανάγκη αυτή αναγνώρισαν οι νέοι Βιώσιμοι Αναπτυξιακοί Στόχοι (SDGs) που υιοθέτησαν τα Ηνωμένα Εθνη αυτό το έτος. Εκτός από την Ελλάδα, η Παγκόσμια Τράπεζα επιχειρεί και σε ορισμένες άλλες χώρες “ανεπτυγμένες” ή υψηλότερου εισοδήματος. Η διαφορά με τη δουλειά μας σε χώρες υψηλού εισοδήματος είναι ότι χρειάζεται να αποζημιωνόμαστε για τις υπηρεσίες μας. Δεν θα αποσπάσουμε δυσεύρετους πόρους από φτωχότερες χώρες. Επίσης, κάνουμε την καλύτερη δυνατή χρήση αναπτυξιακών λύσεων σε πλουσιότερες χώρες προς όφελος και των υπόλοιπων χωρών. Από το 2012, μετά από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης και με την υποστήριξη της Ε.Ε., η Παγκόσμια Τράπεζα παρέχει τεχνική βοήθεια στα πεδία της ανταγωνιστικότητας και ανάπτυξης, όπως και της κοινωνικής προστασίας.
Ο Διεθνής Χρηματοδοτικός Οργανισμός (IFC), ο ιδιωτικός βραχίονας της Παγκόσμιας Τράπεζας, αυτήν τη στιγμή διαθέτει ένα πορτφόλιο περίπου 450 εκατ. με ελληνικές εταιρείες και χρηματοπιστωτικά ιδρύματα εκτός Ελλάδας. Για παράδειγμα, ο IFC έχει υποστηρίξει επιλεγμένες θυγατρικές ελληνικών τραπεζών στη Νοτιοανατολική και Ανατολική Ευρώπη και υποστηρίζει την επέκταση ελληνικών εταιρειών σε αναδυόμενες αγορές, κατά μήκος της Ανατολικής Ευρώπης, των Βαλκανίων και της Βόρειας Αφρικής. Ο Τιτάν, η Chipita και η Βιοχάλκο είναι κάποιοι από τους πελάτες του IFC. Ο οργανισμός μπορεί να επανεμπλακεί σε χώρες από τις οποίες έχει εξέλθει, υπό συγκεκριμένες συνθήκες, όπως οι περιπτώσεις σφοδρής οικονομικής πτώσης. Τον Μάιο του 2015, μετά από αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης, το διοικητικό συμβούλιο του IFC έδωσε “πράσινο φως” για μια επιλεκτική και προσωρινή επανεμπλοκή του IFC στην Ελλάδα».
- Με ποιον τρόπο συμμετέχει ο IFC στην ανακεφαλαιοποίηση των ελληνικών τραπεζών και τι θα λέγατε ότι σηματοδοτεί αυτή η εξέλιξη;
«Ο IFC απέκτησε μετοχές αξίας 150 εκατ. στις τέσσερις συστημικές τράπεζες με στόχο την επαναφορά της σταθερότητας του χρηματοπιστωτικού τομέα και της εμπιστοσύνης των επενδυτών. Το επενδυτικό πακέτο ιδίων κεφαλαίων του IFC παρέχει 60 εκατ. στην Alpha Bank, ΑΛΦΑ-0,85% 50 εκατ. στη Eurobank, 20 εκατ. στην Τράπεζα Πειραιώς ΠΕΙΡ-0,71% και 20 εκατ. στην Εθνική Τράπεζα ΕΤΕ-0,35% Ελλάδας. Ο IFC θα διαδραματίσει ενεργό ρόλο στη διακυβέρνηση των τραπεζών μέσω των διοικητικών συμβουλίων. Πιστεύουμε ότι η παρουσία θεσμών όπως ο IFC στη διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης στέλνει το μήνυμα ότι η διαδικασία θα βοηθήσει στην ανοικοδόμηση της επενδυτικής εμπιστοσύνης. Προσεγγίζουμε την ανάμιξη στην ανακεφαλαιοποίηση ως το πρώτο βήμα. Εξετάζουμε την περαιτέρω εμπλοκή μας, μαζί με τις τράπεζες και με την ελληνική κυβέρνηση, σε τομείς καίριας σημασίας, όπως η διευθέτηση των μη εξυπηρετούμενων δανείων και η παροχή πρόσβασης σε χρηματοδότηση για μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις στην Ελλάδα. Ο IFC θα εστιάσει ευρύτερα σε τομείς όπως ο χρηματοπιστωτικός τομέας, οι υποδομές, οι ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και τα logistics».
- Πώς αξιολογείτε το ενδιαφέρον του ιδιωτικού τομέα για επενδύσεις στην Ελλάδα σήμερα;
«Προκειμένου η Ελλάδα να προσελκύσει επενδύσεις, χρειάζεται να δουλέψουν μαζί ο δημόσιος και ο ιδιωτικός τομέας. Οι επενδυτές θα κοιτάξουν για σταθερότητα, διαφάνεια και πρόοδο στην εισαγωγή και κυρίως στην εφαρμογή μεταρρυθμίσεων. Ο δημόσιος τομέας έχει έναν σημαντικό ρόλο να επιτελέσει στη δημιουργία επιχειρηματικού περιβάλλοντος, μέσα στο οποίο ο ιδιωτικός τομέας θα μπορεί να μεγαλώσει και να ακμάσει, όπως και να παρέχει σημαντικά δίχτυα κοινωνικής προστασίας για τους φτωχούς».
- Ποια είναι η συνδρομή της Παγκόσμιας Τράπεζας σε επίπεδο παροχής τεχνογνωσίας;
«Το συμβουλευτικό πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι σχεδιασμένο να εστιάσει στην προστασία των πιο ευάλωτων και στον περιορισμό οριζόντιων εμποδίων για την ανάπτυξη, που αφορούν την αδειοδότηση επενδύσεων, το κτηματολόγιο, τον χωροταξικό σχεδιασμό, το δίκτυο μεταφορών ή τα logistics».
- Σε τι θα λέγατε ότι διαφέρει η τεχνογνωσία την οποία μπορεί να προσφέρει η Παγκόσμια Τράπεζα σε μια χώρα όπως η Ελλάδα, από την τεχνογνωσία του ΔΝΤ;
«Η τεχνογνωσία του ΔΝΤ και η τεχνογνωσία της Παγκόσμιας Τράπεζας είναι συμπληρωματικές. Ενώ το ΔΝΤ εστιάζει περισσότερο στο βραχυπρόθεσμο, στις μακροοικονομικές πολιτικές και στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η Παγκόσμια Τράπεζα εστιάζει στην ανάπτυξη και τη μεγέθυνση, προσφέροντας μια πιο μακροπρόθεσμη προοπτική των διαρθρωτικών προκλήσεων στην οικονομία, που συχνά απαιτεί βαθιά και πολυδιάστατη γνώση και τεχνογνωσία εφαρμογής μεταρρυθμίσεων».
- Υπάρχει το ενδεχόμενο η Παγκόσμια Τράπεζα να λειτουργήσει και ως δανειοδότης του ελληνικού Δημοσίου αν αυτό χρειαστεί;
«Η Ελλάδα είναι μέτοχος της Παγκόσμιας Τράπεζας που έχει “αποφοιτήσει” από την τακτική οικονομική της βοήθεια. Υπάρχουν προηγούμενα επιστροφής αντίστοιχων χωρών στην τράπεζα για δανεισμό, σε περιόδους βαθιάς οικονομικής κρίσης, αλλά αυτήν την ώρα δεν έχουμε κάποιο αίτημα από την ελληνική κυβέρνηση για να χρηματοδοτήσουμε προγράμματα ή projects με κεφάλαια από τη Διεθνή Τράπεζα για την Ανοικοδόμηση και Ανάπτυξη (IBRD), δηλαδή τον βραχίονα της Παγκόσμιας Τράπεζας που θα ήταν αρμόδιος για οποιονδήποτε αντίστοιχο δυνητικό δανεισμό στη γενική κυβέρνηση».
- Τα πρόσφατα χρόνια είδαμε κάποια βελτίωση στη διεθνή κατάταξη της Ελλάδας με βάση την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Ποια είναι σήμερα η δυναμική της χώρας σε αυτόν τον τομέα;
«Από την έναρξη της εμπλοκής της Παγκόσμιας Τράπεζας, το 2012, η γενική κυβέρνηση της Ελλάδας εφάρμοσε μεταρρυθμίσεις σε τρεις τομείς τους οποίους υποστήριξε το πρόγραμμα της Παγκόσμιας Τράπεζας. Το πρόγραμμα αυτό εξελίχθηκε σε κορυφαίο παράγοντα βελτίωσης στον τομέα της έναρξης επιχείρησης στο Doing Business 2014 και αντίστοιχα στον τομέα της εγγραφής ιδιοκτησίας στο Doing Business 2015. Στο Doing Business 2016 -η τελευταία έκθεση δημοσιοποιήθηκε τον Οκτώβριο του 2015- η συνολική κατάταξη της Ελλάδας είναι τώρα η 60ή θέση. Η επίδοση είναι ελαφρώς χειρότερη από την 58η θέση στο Doing Business 2015. Υπάρχει ακόμη αρκετή απόσταση από τον μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, που είναι η 25η θέση. Επομένως, αυτό που συμπεραίνουμε είναι ότι η μεταρρυθμιστική δυναμική έχει ανακοπεί. Τον τελευταίο χρόνο η Ελλάδα έχει χάσει κάποιο έδαφος έναντι των ανταγωνιστών της, όπως αυτό μετρήθηκε από το Doing Business».
Πώς αξιολογείτε τις μεσοπρόθεσμες προοπτικές για την περιοχή της Ευρώπης και δη της Ευρωζώνης;
«Η ανάκαμψη της Ε.Ε. έχει τεθεί προς ενδυνάμωση. Ωστόσο, η μεγέθυνση αναμένεται να παραμείνει διακριτική εν μέσω χαμηλής αναπτυξιακής δυναμικής, υψηλής ανεργίας και υψηλού δημόσιου χρέους. Η μεγέθυνση θα πρέπει να υποστηριχθεί από την ιδιωτική κατανάλωση, καθώς οι αγορές εργασίας συνεχίζουν να αναρρώνουν και οι επενδύσεις βελτιώνονται, ενώπιον του σκηνικού βελτίωσης της εμπιστοσύνης στην ανάκαμψη και των συνεχιζόμενων ευνοϊκών χρηματοπιστωτικών συνθηκών. Η ανησυχία για αποπληθωρισμό έχει απομακρυνθεί από την αρχή του 2015, αλλά δεν έχει εξαφανιστεί, με τον πυρήνα του πληθωρισμού και την αύξηση των μισθών να παραμένουν σε υποτονικά επίπεδα.
Η πιστωτική επέκταση επιταχύνθηκε το 2015, ωστόσο οι τρέχοντες τραπεζικοί ισολογισμοί υπό εξυγίανση και τα υψηλά επίπεδα μη εξυπηρετούμενων δανείων ίσως συνεχίσουν να περιορίζουν την προμήθεια πιστώσεων σε τμήματα της Ευρωζώνης. Η δημοσιονομική πολιτική αναμένεται να παραμείνει σε γενικές γραμμές ουδέτερη για την ανάπτυξη το 2016. Οι αβεβαιότητες παραμένουν υψηλές και οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι σημαντικοί. Εντονότερες προσπάθειες για την αντιμετώπιση των δυσκαμψιών στις αγορές εργασίας και προϊόντων θα είναι κρίσιμες για την επιτάχυνση της μακροπρόθεσμης ανάπτυξης και τον περιορισμό των τρωτών σημείων».