Του Βασίλη Γεώργα
Από τα πρώτα 24ωρα διαπραγματεύσεων της κυβέρνησης με τους «θεσμούς» έγινε απόλυτα αντιληπτό πως κάθε συζήτηση για «κοινωνικά αντίμετρα» και διευθέτηση χρέους έχει εξοβελιστεί από το προσκήνιο. Στο τραπέζι αυτή τη στιγμή υπάρχουν μόνο ο φάκελος για βαθιές περικοπές στις συντάξεις και μεγάλη αύξηση της φορολογίας που θα αποφέρουν στο σύστημα πρόσθετα έσοδα 3,5 δισ. ευρώ σε μόνιμη βάση από το 2018-2019.
Οι περικοπές αυτές, παρότι βαφτίζονται ως «διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις» από τους δανειστές και την κυβέρνηση, έχουν ένα και μοναδικό στόχο. Να διασφαλιστούν από τώρα τα λεφτά που χρειάζονται μέσω της πλατειάς μάζας των φορολογούμενων, ώστε κάθε χρόνο η Ελλάδα να δημιουργεί πρωτογενή πλεονάσματα 3,5% του ΑΕΠ (6,3 δισ. ευρώ) και με αυτά να ξεπληρώνει τουλάχιστον ένα μεγάλο μέρος από τους τόκους των δανείων.
Αν σκεφτεί κανείς ότι η Ελλάδα πρέπει να βρει λεφτά για να πληρώσει 160 δισ. ευρώ την επόμενη οκταετία και 250-260 δισ. ευρώ μέχρι το 2030 σε τόκους χρεολύσια, αντιλαμβάνεται τον Γολγοθά που έχει να ανέβει η οικονομία η οποία μόλις σήμερα κάνει τα πρώτα της βήματα στον κόσμο των πρωτογενών πλεονασμάτων και δεν βρίσκεται καν στο στάδιο προετοιμασίας απευθείας δανεισμού από τις αγορές.
Είναι μια άσκηση σύμφωνα με την οποία κάθε επόμενη ενέργεια διευθέτησης χρέους, πρώτα θα περνά από τις τσέπες των Ελλήνων και μετά από το ταμείο των δανειστών για πολλά χρόνια από σήμερα. Η όποια συζήτηση γίνεται για «αντίμετρα» αφορά αποκλειστικά και μόνο σε μειώσεις φόρων που μπορούν να έχουν θετικό αντίκτυπο στις επενδύσεις και την ανάπτυξη της οικονομίας, ήτοι σε ελάφρυνση των φορολογικών συντελεστών για τα εταιρικά κέρδη και τα υψηλά εισοδήματα ή σε μειώσεις εισφορών.
Από τις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις είναι προφανές πως οι δανειστές επιχειρούν να κλειδώσουν από τώρα μια νέα γενιά μέτρων και τελικά να ξεκινήσουν να συνδέουν με πολύ συγκεκριμένες «αιρεσιμότητες» οποιαδήποτε μελλοντική απόφαση ελάφρυνσης μετά το 2018. Είναι ο τρόπος ώστε να διασφαλίζουν εκ των προτέρων την εξόφληση των τόκων τους μέσα από ένα μείγμα υπερφορολόγησης της οικονομίας και φιλόδοξων προβλέψεων για την ανάπτυξη.
Μέτρα έναντι χρέους
Το γεγονός ότι οποιαδήποτε νέα παρέμβαση αναδιάρθρωσης χρέους θα μπει στο τραπέζι μετά το 2018, μας δείχνει ότι όσο στην Ελλάδα δεν έχουν προτεραιότητα την ανάκαμψη της οικονομίας ώστε να αυγατίζει ο παρανομαστής, τόσο το τενεκεδάκι θα κλωτσιέται παραπέρα και τα βάρη εξυπηρέτησής του θα ανακατανέμονται μεταξύ της φτώχιας των Ελλήνων φορολογούμενων.
Η χώρα είναι «καταδικασμένη» να παραμείνει εγκλωβισμένη σε άτυπα μνημόνια τέτοιων μεταρρυθμίσεων για πολλά χρόνια, καθώς ακόμη και αν η χώρα ανακτήσει την πρόσβαση στις αγορές για να δανείζεται χρήματα, για κάθε μικρή ή μεγαλύτερη ελάφρυνση που θα παρέχουν οι πιστωτές στο μέλλον, η Ελλάδα θα αναλαμβάνει να φέρει σε πέρας και μια νέα δέσμευση. Είτε αυτή θα αφορά λ.χ στο κούρεμα των συντάξεων και στη φορολόγηση περισσότερων πολιτών όπως τώρα, είτε την επίτευξη άλλων ποσοτικών και «ποιοτικών» στόχων στους μισθούς, στην αγορά εργασίας, τις ιδιωτικοποιήσεις, το ασφαλιστικό κλπ.
Θα χρειαστεί εντούτοις ένας συνδυασμός χειρουργικών παρεμβάσεων στο χρέος και πολιτικών που θα δημιουργήσουν νέο πλούτο τα επόμενα χρόνια και θα επιτρέψουν τον δανεισμό απευθείας από τις αγορές, ώστε η Ελλάδα να μην βρεθεί μπροστά σε νέο κίνδυνο χρεοκοπίας και να μπορέσει να εξυπηρετεί με μεγαλύτερη ευχέρεια το χρέος της. Ο χρόνος αυτός με τα σημερινά δεδομένα δεν είναι μακριά. Είναι ήδη εντοπισμένος στην περίοδο από το 2022 μέχρι το 2025 οπότε οι ανάγκες εξυπηρέτησης του χρέους αυξάνονται δραματικά.
Οι τόκοι μέχρι το 2021 κυμαίνονται σε περίπου 6 δισ. ευρώ αλλά αμέσως μετά εκτοξεύονται στη στρατόσφαιρα καθώς λήγει η περίοδος χάριτος για την καταβολή τόκων των δανείων του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας (ESM). Το 2022 η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώσει μόνο για τόκους περίπου 24 δισ. ευρώ ενώ μεσοσταθμικά για όλη την περίοδο από το 2021 έως το 2026 θα πρέπει να εξοφλεί κάθε χρόνο 20 δισ. ευρώ σε χρεολύσια και τόκους, ένα ποσό που αθροίζει πάνω από 105 δισεκατομμύρια ευρώ στην πενταετία.
Στα μάτια των Ελλήνων φορολογούμενων η δαπάνη 20 δισ. ευρώ κατά μέσο όρο το χρόνο για να ξεπληρώνεται το χρέος μοιάζει βουνό. Για τους δανειστές μας δεν είναι παρά το ελάχιστο που μπορεί να εισφέρει η ελληνική οικονομία από τη στιγμή που η συμφωνία Ευρωζώνης και ΔΝΤ προβλέπει πως η βιωσιμότητα του χρέους διασφαλίζεται εφόσον οι συνολικές δαπάνες για την εξυπηρέτηση του χρέους δεν υπερβαίνουν το 15% έως 20% του ΑΕΠ.
Για να καταλάβουμε τη διαφορά, στην κατάσταση που βρίσκεται σήμερα η χώρα εν μέσω ύφεσης και με βάση τα τρέχοντα επιτόκια, πληρώνουμε λιγότερα από το 3% του ΑΕΠ σε τόκους και άλλο 4-5% σε χρεολύσια. Ένα ποσό δηλαδή που κυμαίνεται κοντά στα 12-14 δισ. ευρώ. Σε μερικά χρόνια από τώρα το ποσό αυτό θα σχεδόν θα διπλασιαστεί.
Η πραγματικότητα είναι πως η χώρα είναι υποχρεωμένη να διαβεί τον Ρουβίκωνα του χρέους με βάρκα την μόνιμη λιτότητα και τρέφοντας ελπίδες ότι, παρ όλα αυτά, τα επόμενα χρόνια θα επιτυγχάνει όλο και πιο υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης (κοντά στο 3%) ώστε να αυξάνει το ΑΕΠ της, και μαζί με αυτό τα φορολογικά της έσοδα και τα πρωτογενή πλεονάσματα της, για να ξεπληρώνει όλο και μεγαλύτερο μέρος του χρέους της.
Ακόμη και αν στο μέλλον επιτευχθούν επιμέρους διευθετήσεις στο χρέος μέσα από το κλείδωμα των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα (1,5-2%), περαιτέρω πάγωμα καταβολής τόκων ή επιμήκυνση του χρονικού ορίζοντα λήξεως των δανείων, το τίμημα θα είναι μεγάλο αφού για κάθε ένα βήμα ελάφρυνσης η οικονομία θα πρέπει να «ματώνει».