H χθεσινή ήταν μια καλή ημέρα για τους καταναλωτές καθώς η τιμή του φυσικού αερίου υποχώρησε κατά 27% επιστρέφοντας στα 126 ευρώ (από τα 180 ευρώ που είχε αναρριχηθεί την Τετάρτη) ενώ η τιμή χονδρικής του ηλεκτρικού ρεύματος «ξεφούσκωσε» στην Ελλάδα πάνω από 40% με αποτέλεσμα να διαμορφωθεί για σήμερα στα 213 ευρώ, περίπου 39% χαμηλότερα σε σχέση με τα υψηλά των 420 ευρώ της Τετάρτης. Στο οικονομικό επιτελείο γνωρίζουν βέβαια ότι η χθεσινή πτώση δεν σημαίνει απολύτως τίποτα και ότι τα δύσκολα είναι ακόμη μπροστά. Γι’ αυτό και όλες τις επόμενες ημέρες, το βάρος θα πέσει στο να οριστικοποιηθεί το πλαίσιο στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων τουλάχιστον για τους πρώτους μήνες του 2022.
Η παράταση της επιδότησης των λογαριασμών ενέργειας είναι δεδομένη ενώ αναζητείται τρόπος ενίσχυσης και των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες αντιμετωπίζουν διπλό κίνδυνο: ή να αρχίζουν να αφήνουν απλήρωτους λογαριασμούς, ή να αρχίζουν να αυξάνουν κατακόρυφα τις τιμές των προϊόντων τους σπρώχνοντας σε ακόμη υψηλότερα επίπεδα τον πληθωρισμό ο οποίος ειδικά για τον Δεκέμβριο και τον Ιανουάριο, αναμένεται να σπάσει και το φράγμα του 5%. Δύο αποφάσεις έχουν ήδη ληφθεί για τη στήριξη του 2022.
Πρώτον, η επιδότηση των λογαριασμών ηλεκτρικού ρεύματος θα είναι με «κριτήρια» καθώς αυτό απαιτεί η ΕΕ. Ωστόσο, στο οικονομικό επιτελείο προσαναταλίζονται στο να θεσπίσουν «χαλαρά» κριτήρια τα οποία δεν θα αποκλείουν παρά περιορισμένο αριθμό εύρωστων νοικοκυριών. Ως προς το ποια θα είναι αυτά τα κριτήρια, στην κυβέρνηση δεν έχουν καταλήξει ακόμη. Δεν είναι σίγουρο αν θα επιβληθούν εισοδηματικά κριτήρια καθώς υπάρχει σοβαρή τεχνική δυσκολία. Ποιο «εύκολα» φαντάζουν αυτή τη στιγμή τα περιουσιακά κριτήρια αλλά και το κριτήριο κατανάλωσης για τα υπάρχουν διαθέσιμες πληροφορίες στις εταιρείες παροχής ηλεκτρικής ενέργειας.
Το δεύτερο δεδομένο είναι ότι αναζητείται τρόπος στήριξης των μικρομεσαίων επιχειρήσεων οι οποίες έχουν αρχίσει ήδη να έρχονται αντιμέτωπες με λογαριασμούς ύψους πολλών εκατοντάδων ή και χιλιάδων ευρώ σε μηνιαία βάση. Οι επαφές με την ΕΕ έχουν ήδη γίνει καθώς τίθεται και θέμα κρατικών ενισχύσεων του επιχειρείν κάτι που συνιστά ευθεία καταστρατήγηση των ευρωπαϊκών κανονισμών. Αν ο σκόπελος ξεπεραστεί, τότε το πακέτο μέτρων θα εμπλουτιστεί με παρεμβάσεις και για τις επιχειρήσεις.
Παρά τις πιέσεις της αντιπολίτευσης, δύσκολα θα προκριθεί στήριξη μέσω της μείωσης των φορολογικών συντελεστών είτε στον ΦΠΑ είτε στους ειδικούς φόρους κατανάλωσης. Ουσιαστικό νόημα για τους καταναλωτές, θα είχε να μειωθεί ο ειδικός φόρος στη βενζίνη, στο πετρέλαιο κίνησης και στο πετρέλαιο θέρμανσης καθώς εκεί πράγματι η Ελλάδα επιβάλλει πολύ υψηλή φορολογία η οποία αποτυπώνεται έντονα στην τιμή λιανικής. Στο πετρέλαιο κίνησης, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι στα 410 ευρώ ανά 1000 λίτρα, περίπου 80 ευρώ πάνω από το ελάχιστο επίπεδο της ΕΕ ενώ στη βενζίνη, επιβάλλεται ειδικός φόρος 700 ευρώ στα 1000 λίτρα έναντι 359 ευρώ που είναι ο ελάχιστος συντελεστής στην ΕΕ.
Όσο για το πετρέλαιο θέρμανσης, φορολογούμε με 280 ευρώ τα 1.000 λίτρα όταν το ελάχιστο επίπεδο στην Ευρώπη είναι τα 21 ευρώ. Σε αυτά τα καύσιμα όμως, δεν εντοπίζεται το πραγματικό πρόβλημα. Η τιμή του πετρελαίου δεν έχει εκτοξευτεί όπως του ηλεκτρικού ρεύματος ή του φυσικού αερίου ενώ η μείωση του ειδικού φόρου θα «κατανάλωνε» τεράστιο δημοσιονομικό χώρο για να στηρίξει τα νοικοκυριά οριζόντια: και τα πλούσια και τα φτωχά. Στο φυσικό αέριο, ή στο ρεύμα, δεν θα υπήρχε κανένας απολύτως αντίκτυπος.
Γιατί; Διότι στο φυσικό αέριο που χρησιμοποιείται ως καύσιμο θέρμανσης των νοικοκυριών, επιβάλλεται ήδη το χαμηλότερο επίπεδο φορολογίας (0,3 ευρώ ανά γιγαντζάουλ μικρής θερμογόνου δύναμης) ενώ στο ηλεκτρικό ρεύμα, ο ειδικός φόρος κατανάλωσης είναι 2,2 ευρώ ανά μεγαβατώρα με το ελάχιστο όριο της ΕΕ να είναι στο 1 ευρώ ανά μεγαβατώρα. Δηλαδή, ακόμη και αν μειώναμε τον φόρο στο ελάχιστο επίπεδο της ΕΕ, τα νοικοκυριά θα εξοικονομούσαν μόλις 1 ευρώ ανά 1000 κιλοβατώρες, όταν η επιβάρυνση από τη ρήτρα αναπροσαρμογής είναι αυτή τη στιγμή 250 ευρώ ανά 1000 κιλοβατώρες για τον μήνα Δεκέμβριο. Για τον δε ΦΠΑ ούτε λόγος καθώς ούτως ή άλλως το ρεύμα έχει το ελάχιστο συντελεστή που επιτρέπεται (6%).
Στο τραπέζι έχει πέσει και το ενδεχόμενο να μειωθούν οι λεγόμενες μη ανταγωνιστικές χρεώσεις (ΕΤΜΕΑΡ, ΥΚΩ κλπ). Εκτός του ότι αυτές οι μη ανταγωνιστικές χρεώσεις αποδίδουν πόρους που θα λείψουν σε περίπτωση μείωσης (και ως εκ τούτου θα πρέπει να πάλι να αντικατασταθούν), ουσιαστικό αποτέλεσμα για τον τελικό καταναλωτή και πάλι δεν θα υπάρξει. Λόγω της ρήτρας αναπροσαρμογής, το «μερίδιο» των μη ανταγωνιστικών χρεώσεων στον τελικό λογαριασμό έχει περιοριστεί αισθητά.
Σε ένα παραδοσιακό οικιακό τιμολόγιο όπως η χρέωση γίνεται με κυμαινόμενη τιμή (σ.σ δηλαδή επιβάλλεται ρήτρα αναπροσαρμογής) το λεγόμενο ανταγωνιστικό σκέλος της χρέωσης φτάνει στο 70% του τελικού λογαριασμού ενώ οι ρυθμιζόμενες χρεώσεις αντιπροσωπεύουν το 23% (σ.σ ΦΠΑ και δημοτικά τέλη είναι συνήθως το 2% και 5% αντίστοιχα). Ακόμη χαμηλότερη είναι η αναλογία στο φυσικό αέριο όπου λόγω της έκρηξης της τιμής το ανταγωνιστικό σκέλος έχει φτάσει να αναλογεί στο 85-90% του τελικού ποσού που πληρώνει ο καταναλωτής.