Ο πρωθυπουργός άλλαξε τον υπουργό Ανάπτυξης για να στείλει ένα «σήμα» στους πολίτες ότι επιδιώκονται αποτελεσματικότερες πολιτικές στο μέτωπο της ακρίβειας. Στην κυβέρνηση όμως γνωρίζουν πολύ καλά ότι δεν μπορούν να προσβλέπουν σε άμεσα αποτελέσματα.
Πρώτον, διότι ο εξωγενής παράγοντας δεν ελέγχεται. Δεν είναι σε θέση ο νέος υπουργός Ανάπτυξης να καθορίσει τον όγκο της παραγωγής ελαιολάδου, άρα και την τιμή του, ούτε να επηρεάσει την παραγωγή των κακαόδεντρων στην αφρικανική ήπειρο ή την ποιότητα και την ποσότητα της παραγωγής πορτοκαλιών στη Νότιο Αμερική.
Τι μπορεί να κάνει; Να στελεχώσει και να ενισχύσει την Επιτροπή Ανταγωνισμού και τους υπόλοιπους ελεγκτικούς μηχανισμούς της χώρας, ώστε η αισχροκέρδεια να μην «ανθίζει» με ευκολία. Να σχεδιαστούν πολιτικές που θα συμβάλλουν στο να ανοίξουν «κλειστές» αγορές στις οποίες ο ανταγωνισμός δεν λειτουργεί όπως σε άλλες μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες.
Ο ίδιος ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδας αναφέρθηκε πρόσφατο και στον τραπεζικό κλάδο, τον οποίο εποπτεύει και στην αγορά των καυσίμων κίνησης και σε πολλούς άλλους τομείς. Το μέγεθος της ελληνικής αγοράς αναμφίβολα δεν βοηθάει στο να αναπτυχθεί ο ανταγωνισμός, ενώ το μόνο βέβαιο είναι ότι όποιες πολιτικές και αν χαραχθούν δεν θα αποδώσουν από τη μία ημέρα στην άλλη.
Το πλάνο λοιπόν που χαράσσεται πλέον αποσκοπεί στο να υπάρξει μια καλύτερη εικόνα όχι αύριο αλλά σε βάθος χρόνου. Και για πολιτικούς λόγους, η τριετία έχει τη δική της σημειολογία. Αλλιώς να πηγαίνεις για βουλευτικές εκλογές με απτά αποτελέσματα σε αυτό που πολύ απλά ο κόσμος βαφτίζει «τσέπη» και αλλιώς χωρίς να έχεις να επιδείξεις κάτι το σημαντικό.
Η τσέπη, δεν έχει μόνο εξερχόμενα (έξοδα, λογαριασμούς κλπ) αλλά και εισερχόμενα. Και σε αυτό το σημείο είναι που κρίνεται ότι μπορούν οι πολιτικές να αποδώσουν σαφώς περισσότερα αποτελέσματα.
Μπορεί την τιμή του καφέ ή του χυμού πορτοκαλιού ή ακόμη και του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος να μην μπορείς να την επηρεάσεις δραστικά ως κυβέρνηση, μπορεί να μην έχεις πλέον τους ατελείωτους δημοσιονομικούς πόρους της περιόδου 2020-2023 για παροχές και μέτρα στήριξης, τη δυνατότητα όμως χάραξης πολιτικών που θα αυξήσουν την απασχόληση την έχεις.
Το αίσθημα της ακρίβειας στην Ελλάδα είναι τόσο έντονο όχι γιατί οι τιμές ακρίβυναν περισσότερο από ότι στο εξωτερικό (σ.σ στα τρόφιμα υπάρχει αύξηση της τάξεως του 27% στην Ευρωζώνη και 30% στην Ελλάδα) αλλά γιατί αυτή η αύξηση ήταν πολύ μεγαλύτερη σε σχέση με τον μισθό. Όταν ο μέσος μισθός έχει ανέβει κατά 12% από το 2021 μέχρι σήμερα και το τρόφιμο έχει ανατιμηθεί με υπερδιπλάσιο ποσοστό (25%) γίνεται η εξής διεργασία: το χέρι που παίρνει από την τσέπη είναι πολύ πιο δυνατό από το χέρι που βάζει στην τσέπη.
Το ότι η ανεργία έχει υποχωρήσει κοντά στο 10% δεν σημαίνει ότι ο στόχος έχει επιτευχθεί στην Ελλάδα. Για να μπαίνουν λεφτά στην τσέπη χρειάζεται αύξηση της απασχόλησης, όχι μείωση της ανεργίας.
Χρειάζονται ειδικές πολιτικές για τους νέους που μπορούν να εργαστούν ακόμη και ως φοιτητές αλλά δεν βρίσκουν εύκολα δουλειά στο αντικείμενό τους, μπορούν να εργαστούν οι γυναίκες που ζορίζονται να συνδυάσουν το ρόλο της μητέρας και της εργαζόμενης, μπορούν να εργαστούν ακόμη και όσοι βγαίνουν στη σύνταξη αλλά δεν αισθάνονται έτοιμοι και για de facto απόσυρση από την αγορά εργασίας.
Η απασχόληση φέρνει το πρόσθετο εισόδημα. Και οι ονομαστικές αυξήσεις επίσης. Γι’ αυτό και ρόλος της νέας ηγεσίας του υπουργείου Εργασίας είναι να «σπρώξει» την αγορά προς την υπογραφή συλλογικών συμβάσεων εργασίας κάτι που παραμένει ξεχασμένο ως διαδικασία ουσιαστικά από τότε που μπήκαμε στα μνημόνια.
Ο στόχος για μέσο μισθό 1500 ευρώ (ο οποίος ενδεχομένως χρειάζεται και αναθεώρηση διότι όταν μπήκε στο τραπέζι κανείς δεν ήξερε ότι θα πληγεί η χώρα από τέτοιο κύμα ακρίβειας) δεν πρόκειται να επιτευχθεί αν μείνουμε μόνο στις αναπροσαρμογές του κατώτατου μισθού.