Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Να βγάλει από… την πρίζα τα εκτυπωτικά μηχανήματα δίνοντας οριστικό τέλος στο φθηνό χρήμα στην Ευρωζώνη πιέζουν τον Μάριο Ντράγκι οι Γερμανοί και με τον πληθωρισμό να αγγίζει το επίπεδο-στόχο του 2% ο Ιταλός πολύ δύσκολα θα συνεχίσει να αντιστέκεται.
Στο διοικητικό συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας που θα διεξαχθεί την ερχόμενη Πέμπτη 14 Ιουνίου στη Λετονία, οι κεντρικοί τραπεζίτες της Ευρωζώνης αναμένεται για πρώτη φορά να επικεντρωθούν στο «tapering», τη σταδιακή δηλαδή απόσυρση του προγράμματος αγοράς ομολόγων, μετά από τρία χρόνια εφαρμογής.
Σε αυτή την τριετία η ΕΚΤ έριξε στην αγορά περί τα 1 τρισ. ευρώ με στόχο να… καθαρίσει τα γρανάζια του μηχανισμού που μεταδίδει τη νομισματική πολιτική στην πραγματική οικονομία. Γερμανοί αξιωματούχοι, με πρώτο και καλύτερο τον Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, ήρθαν αρκετές φορές σε ευθεία αντιπαράθεση με τον Ντράγκι για το θέμα της λήξης του QE, αλλά ο Ιταλός κέρδιζε στα σημεία.
Όμως η άνοδος του πληθωρισμού στο 1,9% τον Μάιο και η αποκλιμάκωση – μέχρι να αποδειχθεί το αντίθετο – της ιταλικής πολιτικής κρίσης, αναγκάζουν τον επικεφαλής της ΕΚΤ να ξεκινήσει τη συζήτηση για το τέλος της εποχής του φθηνού χρήματος.
Ο «θάνατος» της ποσοτικής χαλάρωσης θα έχει σοβαρές επιπτώσεις στις αγορές, τόσο σε ό,τι αφορά τις αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της περιφέρειας, όσο και στην ενίσχυση του ευρώ. Για την Ελλάδα το τέλος του QE έρχεται τη χειρότερη δυνατή στιγμή αφού συμπίπτει με το τέλος του τρίτου προγράμματος.
Η χώρα μας είχε ανάγκη το φθηνό χρήμα της ΕΚΤ για πολλούς λόγους. Ο πρώτος αφορά τον άμεσο αντίκτυπο. Από το 2015 η κεντρική τράπεζα αγοράζει κρατικά ομόλογα και στην ουσία δίνει ρευστότητα χωρίς κόστος γεγονός που ενισχύει την ανάπτυξη.
Δεύτερον, αν η Ελλάδα εντασσόταν στο πρόγραμμα αγοράς ομολόγων θα μπορούσε με πολύ μεγαλύτερη ευκολία να ανακτήσει πρόσβαση στις αγορές και να χρηματοδοτήσει τις ανάγκες της αλλά και να χτίσει ένα κεφαλαιακό μαξιλάρι που θα λειτουργεί ως εγγύηση σε περιόδους έντονων αναταράξεων.
Τρίτον, η ένταξη στο QE ισοδυναμεί με ένα τεράστιο βήμα για την επιστροφή στην κανονικότητα. Το ελληνικό δημόσιο δεν είναι μόνο αποκλεισμένο από τις αγορές αλλά και από το πρόγραμμα της ΕΚΤ λόγω της μη βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Αν η ΕΚΤ δεχόταν την Ελλάδα έστω και στην τελευταία φάση της ποσοτικής χαλάρωσης θα έστελνε ένα ηχηρό μήνυμα στις αγορές το οποίο θα μείωνε δραστικά τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων.
Δυστυχώς, οι παλινωδίες της κυβέρνησης και οι τεράστιες καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των αξιολογήσεων του προγράμματος στέρησαν από τη χώρα την ευκαιρία να βγει ομαλά από τη δίνη των μνημονίων. Πλέον, το σενάριο που συγκεντρώνει τις περισσότερες πιθανότητες είναι αυτό της λήξης του QE πριν από το τέλος του 2018 που σημαίνει ότι το τρένο χάθηκε.
Στην πλειονότητά τους, αναλυτές διεθνών επενδυτικών οίκων κάνουν λόγο για μία νέα εποχή στην οποία τα κράτη της Ευρωζώνης θα πρέπει να συνηθίσουν να δανείζονται ακριβότερα καθώς θα ζουν χωρίς τη… μηχανική υποστήριξη της ΕΚΤ.
Χωρίς τις αγορές ομολόγων από την ΕΚΤ οι αποδόσεις των κρατικών τίτλων θα πάρουν την ανιούσα μέχρι να βρουν το νέο σημείο ισορροπίας. Γι' αυτόν ακριβώς το λόγο η διαδικασία απόσυρσης του QE απαιτεί λεπτούς χειρισμούς αφού στην ουσία πρόκειται για ένα δυνατό σοκ.
Με την απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου να «σκαρφαλώνει» τελευταία και να διατηρείται λόγω της ιταλικής κρίσης άνω του 4,5%, η Ελλάδα καλείται να καταβάλλει τεράστια προσπάθεια για να πείσει τις αγορές να την δανείσουν με φθηνότερα επιτόκια.
Αν την ερχόμενη Πέμπτη ο Ντράγκι αφήσει να εννοηθεί ότι το τέλος του QE είναι κοντά, τότε θα ξεκινήσει μία διαδικασία προσαρμογής των επενδυτών στα νέα δεδομένα. Οι αγορές έχουν δείξει ότι επηρεάζονται σε πολύ μεγάλο βαθμό από τις δηλώσεις του Ιταλού για τις μελλοντικές κινήσεις της ΕΚΤ και η «ευαισθησία» τους εκτιμάται πως θα ενισχυθεί αν το tapering γίνει πραγματικότητα.
Κατά συνέπεια οι επόμενοι μήνες θα είναι για ακόμη ένα λόγο πολύ σημαντικοί για τη χώρα μας καθώς εκτός από το ότι θα πρέπει να συμφωνηθεί η σχέση με τους δανειστές στη μεταμνημονιακή περίοδο θα πρέπει επίσης να «συμφωνηθεί» και η σχέση της με τις αγορές στη μετά το QE εποχή.