Μεταξύ δύο πολύ ισχυρών αντίρροπων δυνάμεων θα βρεθεί κατά τη διάρκεια του 2022 η ελληνική οικονομία. Από τη μία πλευρά έχουμε την πολύ θετική επίπτωση του τουρισμού καθώς μετά από δύο χρόνια με περιορισμούς, οι εκτιμήσεις θέλουν τον ταξιδιωτικό κλάδο να απελευθερώνεται προσεχώς και το φετινό καλοκαίρι να πλησιάζει σε έσοδα αυτό του 2019, που ήταν το καλύτερο που έχει καταγραφεί για τη βαριά βιομηχανία της ελληνικής οικονομίας. Από την άλλη, βρίσκεται η μεγάλη απειλή του πληθωρισμού και της ακρίβειας που περιορίζει το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών και αναγκάζει το δημόσιο να αναζητεί δημοσιονομικό χώρο για επιδόματα.
Μετά από πολλά χρόνια οικονομικής δυσπραγίας, η ελληνική οικονομία εισέρχεται σε τροχιά πολυετούς ανάπτυξης πολύ υψηλότερης από τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, με πυλώνα τα δισεκατομμύρια του Ταμείου Ανάκαμψης. Σε αυτή την πορεία τα νοικοκυριά ήλπιζαν δουν το διαθέσιμο εισόδημα επιτέλους να αυξάνεται σε τέτοιο βαθμό που να αποζημιώνονται κατά κάποιο τρόπο για τα… σπασμένα της δεκαετούς κρίσης.
Σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, στο τρίμηνο Ιουλίου-Σεπτεμβρίου 2021, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών αυξήθηκε κατά 6,2% σε σύγκριση με την αντίστοιχη περίοδο του 2020 και κατά 8,8% έναντι του 2019. Όμως στη συνέχεια προέκυψε το «φάντασμα» του πληθωρισμού, το οποίο εξελίσσεται σε εφιάλτη.
Είναι τόσο ρευστό το σκηνικό διεθνώς, σε γεωπολιτικό αλλά και σε μακροοικονομικό επίπεδο, που τα πιθανά σενάρια είναι πάρα πολλά και το σενάριο που εντέλει θα επιβεβαιωθεί θα εξαρτηθεί από μία σειρά παραγόντων και θα κρίνει τον τελικό «νικητή». Θα καταφέρει η οικονομία να υπεραποδώσει σε ανάπτυξη, τόσο που να μετριαστεί η πληθωριστική απειλή;
Από τη διελκυστίνδα πληθωρισμού - τουρισμού θα εξαρτηθεί και ο δημοσιονομικός χώρος που θα έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση για να προχωρήσει σε παροχές. Ωστόσο, η εξίσωση είναι ιδιαίτερα δύσκολη γιατί η ανάγκη για οικονομική βοήθεια στους πιο ευάλωτους είναι δεδομένη και άμεση, όταν οι επιδόσεις της οικονομίας βασίζονται σε προβλέψεις για το πως θα κλείσει το έτος, οι οποίες εκ των πραγμάτων είναι παρακινδυνευμένες στην παρούσα φάση, με τόσες εστίες αβεβαιότητας ανοιχτές και με ένα πόλεμο να είναι έτοιμος να ξεκινήσει.
Ο κίνδυνος για τη χώρα μόνο αμελητέος δεν είναι. Αν δεν γίνει σωστή αξιολόγηση της κατάστασης και οι όποιας μορφής παροχές (επιδότηση ρεύματος, αύξηση κατώτατου μισθού, μείωση φόρων κλπ) ξεπεράσουν τα όρια του δημοσιονομικού χώρου, τότε το ελληνικό δημόσιο θα μπει σε περιπέτειες το 2023, όταν επανέρχονται σε ισχύ οι δημοσιονομικοί κανόνες.
Η πλήρης ανάκαμψη του τουρισμού είναι το μεγάλο στοίχημα. Τα σχετικά στοιχεία της ΤτΕ έδειξαν ότι τα έσοδα από τον τουρισμό διαμορφώθηκαν στα 10,6 δισ. ευρώ το 2021 ή στο 59% του 2019, όταν είχαν εκτιναχθεί στα 18,2 δισ. ευρώ. Για φέτος, οι πρώτες ενδείξεις είναι πολύ ενθαρρυντικές με επαγγελματίες του κλάδου να εκτιμούν ότι το βασικό σενάριο είναι να διαμορφωθούν κοντά στα 15-16 δισ. ευρώ και να ξεπεράσουν τα προ πανδημίας επίπεδα το καλοκαίρι του 2023.
Στο καλό σενάριο, ωστόσο, ο ελληνικός τουρισμός θα πετύχει ένα μικρό θαύμα και θα ξεπεράσει από φέτος το 2019 δίνοντας απρόσμενη ώθηση στο ΑΕΠ. Το κακό είναι ότι σαφής εικόνα θα υπάρχει μετά τον Σεπτέμβριο, που σημαίνει ότι σε δημοσιονομικό επίπεδο θα έχουν περάσει πολλοί μήνες κατά τους οποίους το δημόσιο θα πρέπει να καλύπτει τις ανάγκες που προκύπτουν από τον «εφιάλτη» της ακρίβειας.
Ο πληθωρισμός είναι ο μεγάλος οικονομικός κίνδυνος του 2022 και σχετίζεται έως ένα βαθμό με τον πιο σημαντικό βραχυπρόθεσμο κίνδυνο, που είναι η κρίση στα ουκρανικά σύνορα και η πιθανότητα εισβολής της Ρωσίας. Όπως δήλωσε χθες ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών, Θόδωρος Σκυλακάκης, κάθε αύξηση των τιμών του φυσικού αερίου κατά 10 δολάρια έχει επίπτωση της τάξης των 600 εκατ. ευρώ στο ΑΕΠ. Γίνεται, λοιπόν, αντιληπτό, ότι μία πολεμική σύρραξη διαρκείας θα μπορούσε να απειλήσει την αναπτυξιακή προσπάθεια της χώρας.
Τα προβλήματα με την ακρίβεια οφείλονται σχεδόν κατά το ήμισυ στην πανδημία ενώ το υπόλοιπο 50% σχετίζεται με την ενεργειακή κρίση. Όλα ξεκίνησαν όταν οι οικονομίες άρχισαν να ανοίγουν από τα lockdown και η προσφορά δεν μπορούσε να καλύψει την απότομη αύξηση της ζήτησης. Όμως η Oxford Economics εκτιμά σήμερα ότι ο «πληθωρισμός της πανδημίας» αρχίζει να εμφανίζει σημάδια εξασθένησης.
Παρ’ όλα αυτά, ο γενικός πληθωρισμός συνεχίζει να εμφανίζεται πιο «καυτός» από τις εκτιμήσεις και ενώ η άνοδος των τιμών του πετρελαίου και του φυσικού αερίου συμβάλλουν σε αυτή την εξέλιξη, η ενεργειακή κρίση δεν είναι ο μοναδικός παράγοντας «ανάφλεξης» των τιμών. Ο δομικός πληθωρισμός, που εξαιρεί τις τιμές της ενέργειας, παραμένει σε ασυνήθιστα υψηλά επίπεδα και σε ορισμένες ανεπτυγμένες οικονομίες συνεχίζει να ανεβαίνει, με αποτέλεσμα οι αναλυτές να πέφτουν έξω στις προβλέψεις τους.
Στην Ευρωζώνη, για παράδειγμα, η Κομισιόν έλεγε το φθινόπωρο ότι θα έχουμε γενικό πληθωρισμό 2,2% το 2022 και τώρα λέει 3,5%. Αυτό σημαίνει αλλαγή του μακροοικονομικού σεναρίου. Και όσο αλλάζουν τα μακροοικονομικά σενάρια τόσο πιο σύνθετη γίνεται η επιδοματική πολιτική.