Είναι αυτήν τη στιγμή το νούμερο ένα «γεράκι» της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας ή με άλλα λόγια το πιο αυστηρό μέλος του διοικητικού συμβουλίου σε ό,τι αφορά τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη. Ο Ρόμπερτ Χόλτσμαν, διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Αυστρίας, θεωρείται στη δεδομένη συγκυρία το αντίπαλο δέος του Ιταλού Φάμπιο Πανέτα και του δικού μας Γιάννη Στουρνάρα, στις «μάχες» που δίνονται κατά τις συνεδριάσεις της ΕΚΤ.
Γιατί αναφερόμαστε τον κ. Χόλτσμαν; Διότι πριν από λίγες ημέρες και κατά τη διάρκεια της παρουσίας του στο World Economic Forum στο Νταβός, ο «σκληρός» της ΕΚΤ δήλωσε πως όσοι αναμένουν ή θεωρούν δεδομένη τη μείωση των επιτοκίων μέσα στο 2024 πλανώνται πλάνην οικτράν και ενδέχεται να απογοητευτούν. Είναι ο ίδιος που τον περασμένο Νοέμβριο προετοίμαζε το έδαφος για νέα αύξηση των επιτοκίων παρά την πτωτική τροχιά που είχε αρχίσει να διαγράφει ο πληθωρισμός.
Βρισκόμαστε σε ένα σημείο του κύκλου που οι αγορές προεξοφλούν ότι οι πρώτες μειώσεις επιτοκίων στην Ευρώπη θα λάβουν χώρα μέσα στους επόμενους μήνες και σε κάθε περίπτωση στο α’ εξάμηνο του 2024 (από Απρίλιο έως Ιούνιο αναφέρουν οι εκτιμήσεις). Όμως οι δηλώσεις του Χόλτσμαν έρχονται να αλλάξουν τα δεδομένα, όσο και αν οι αναλυτές επιμένουν ότι η ΕΚΤ θα αναγκαστεί από τις συνθήκες να ανακοινώσει την πρώτη μείωση έως το καλοκαίρι.
Άξιοι συμπαραστάτες του Αυστριακού αξιωματούχου στην προσπάθεια υποβάθμισης των προσδοκιών είναι ο διοικητής της εθνικής τράπεζας της Ολλανδίας, Κλας Νοτ, ο επικεφαλής της Bundesbank, Γιόαχιμ Νάγκελ, ο Βέλγος Πιερ Βουνς και η Ίζαμπελ Σνάμπελ.
Όλοι αυτοί, μαζί με άλλους αξιωματούχους της ΕΚΤ, βρίσκονται στη μία πλευρά της διελκυστίνδας. Είναι τα λεγόμενα «γεράκια», που συνήθως τάσσονται υπέρ μιας πιο σφιχτής νομισματικής πολιτικής. Στην άλλη πλευρά του… σχοινιού έχουμε τα «περιστέρια» που δέχονται πιο εύκολα και πολλές φορές προτείνουν μία πιο χαλαρή πολιτική.
Κάπως έτσι, το διοικητικό συμβούλιο των 26 μελών της ΕΚΤ είναι χωρισμένο υπέρ των γερακιών. Σύμφωνα με την InTouch Capital Markets, τα γεράκια υπερέχουν των περιστεριών γιατί μετρούν 17 μέλη έναντι 9. Όμως υπάρχουν 4 αξιωματούχοι που θεωρούνται μετριοπαθείς και πολύ εύκολα μπορούν να αλλάξουν ομάδα, ανάλογα πάντα με τις συνθήκες που θα επικρατούν.
Πρόκειται για την επικεφαλής της ΕΚΤ, Κριστίν Λαγκάρντ και τους διοικητές των εθνικών τραπεζών της Γαλλίας (Φρανσουά Βιλερουά ντε Γκαλό), της Μάλτας (Έντουαρντ Σικλούνα) και της Φινλανδίας. Να πούμε σε αυτό το σημείο ότι τη Φινλανδία εκπροσωπεί ο Τουόμας Βαλιμάκι, υποδιοικητής της εθνικής τράπεζας της χώρας, καθώς ο γνωστός μας Όλι Ρεν κατεβαίνει για πρόεδρος στις εκλογές που θα διεξαχθούν στις 28 Ιανουαρίου, με μεγάλη πιθανότητα δεύτερου γύρου στις 11 Φεβρουαρίου.
Το θέμα είναι γιατί τα γεράκια προσπαθούν να φτιάξουν κλίμα υπέρ της διατήρησης των επιτοκίων για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα σε υψηλά επίπεδα. Αποτέλεσμα των σινιάλων που στέλνουν από το Νταβός τα στελέχη της ΕΚΤ είναι η άνοδος των αποδόσεων, με το γερμανικό 10ετές να ενισχύεται κατά 8% σε λίγες ημέρες στο 2,31%. Η επίσημη αιτιολογία είναι ότι προσπαθούν να προστατεύσουν την αξιοπιστία της ΕΚΤ, επικαλούμενοι την πιθανότητα αναθέρμανσης του πληθωρισμού σε μία συγκυρία που οι γεωπολιτικές αναταράξεις αυξάνονται.
Διότι τι θα συμβεί στο σενάριο που η ΕΚΤ βιαστεί να μειώσει τα επιτόκια, λ.χ. τον Απρίλιο, και τελικά οι τιμές συνεχίσουν να ανεβαίνουν; Θα αναγκαστεί να αυξήσει ξανά τα επιτόκια σε ένα πισωγύρισμα που θα πλήξει την αξιοπιστία της.
Πληροφορίες του liberal αναφέρουν ότι ακόμη και τα περιστέρια δεν επιθυμούν τη μείωση των επιτοκίων πριν διασφαλιστεί ότι ο πληθωρισμός δεν θα πάρει πάλι την ανιούσα. Γι’ αυτό το λόγο, έχουν θέσει ως βασική προϋπόθεση την εξασθένηση του φαινομένου και τη σταθεροποίηση του δείκτη τιμών καταναλωτή κάτω από το 3%. Είναι ο ίδιος λόγος που είδαμε τον Ιρλανδό Φίλιπ Λέιν, από τα πιο γνωστά στελέχη της ομάδας των περιστεριών, να δηλώνει από το Νταβός ότι δεν πρέπει να μειωθούν πρόωρα τα επιτόκια.
Είναι άλλο όμως αυτό και άλλο να μιλούν στελέχη της ΕΚΤ για διατήρηση των επιτοκίων στο 4% ολόκληρο το 2024. Πάντως, η Capital Economics, η οποία μέχρι πρότινος επέμενε ότι η πρώτη μείωση θα γίνει τον Απρίλιο, θεωρεί πλέον πολύ πιθανό το ενδεχόμενο του Ιουνίου, για να διασφαλιστεί ότι επιβραδύνουν και οι επίσημες μετρήσεις για τους μισθούς.