Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Η ελληνική οικονομία ούτε έχει ξεφύγει από την κρίση ούτε διάγει τις καλύτερες των ημερών της, κάτι που φαίνεται από την «ποιότητα» των επενδυτών που ασχολούνται ενεργά με τη χώρα μας. Ωστόσο τελευταία παρατηρείται σημαντική βελτίωση του κλίματος στις αγορές, ιδιαίτερα σε σύγκριση με το δ'' τρίμηνο του 2018, όταν όλα έδειχναν.... γκρεμό.
Αν εξαιρέσουμε τον Ινδοκαναδό Πρεμ Γουάτσα που στηρίζει τις επενδύσεις του στην Ελλάδα, οι ξένοι επενδυτές που έχουν μακρόπνοα σχέδια είναι μετρημένοι στα δάχτυλα του ενός χεριού. Το μεγαλύτερο project που τρέχει αυτή τη στιγμή στη χώρα είναι τα «κόκκινα» δάνεια, τα οποία παραδοσιακά αγοράζουν εξειδικευμένα funds που αναλαμβάνουν προβληματικά στοιχεία ενεργητικού με στόχο είτε την πώλησή τους σε εταιρείες διαχείρισης είτε την καταγραφή κέρδους από την διαχείριση. Μέσω των «κόκκινων» δανείων ένας μεγάλος αριθμός εταιρειών θα αλλάξουν χέρια, εντούτοις το μεγαλύτερο ποσοστό των επενδυτών είναι hedge funds, ήτοι κεφάλαια βραχυπρόθεσμου ή μεσοπρόθεσμου χαρακτήρα.
Την ίδια ώρα, επιχειρήσεις που κάποτε μεσουρανούσαν και εκπροσωπούν κλάδους στους οποίους η Ελλάδα είχε ισχυρή διεθνή παρουσία, δεν μπορούν να βρουν αγοραστές και όταν βρίσκουν το τίμημα είναι χαμηλότερο του αναμενόμενου. Συγκριτικά, βέβαια, με την απόλυτη μιζέρια του 2015 ή του 2016 κάτι δείχνει να κινείται στην αγορά αλλά και πάλι, οι μεγάλες επενδύσεις όπως αυτή του Ελληνικού ή της Cosco στον Πειραιά, βρίσκουν σημαντικά εμπόδια.
Στο μέτωπο της οικονομίας, το ΑΕΠ δεν αναπτύσσεται βάσει των εκτιμήσεων και εμφανίζει σημάδια κόπωσης πριν καλά καλά εκτιναχθεί μετά από τόσα χρόνια ύφεσης. Χθες, μάλιστα, το ΔΝΤ προέβλεψε ότι η ανάπτυξη θα κορυφωθεί φέτος και θα αρχίσει να επιβραδύνει από το 2020 για να φτάσει στο 1,2% το 2024.
Άρα, τι βλέπουν σήμερα οι επενδυτές και στέλνουν τις αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων κοντά σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα, αντίστοιχα του 2005;
Προς τα τέλη του 2005 οι επενδυτές ζητούσαν επιτόκιο της τάξης του 3,5% για να αναλάβουν το ρίσκο της Ελλάδας, ήτοι να δανείσουν το ελληνικό δημόσιο για 10 χρόνια. Το ίδιο περίπου premium κινδύνου ζητούσαν εκείνη την περίοδο από την Πορτογαλία (3,5%), από την Ιταλία (3,6%), ακόμη και από την Γερμανία (3,4%). Με άλλα λόγια, η ευφορία των πρώτων χρόνων του ευρώ είχε οδηγήσει σε παρόμοιες αποδόσεις όλα τα κράτη-μέλη.
Τα πράγματα εντέλει δεν εξελίχθηκαν όπως αναμενόταν και μετά την παγκόσμια κρίση του 2008 η Ευρώπη κλήθηκε να αντιμετωπίσει και την κρίση χρέους στην οποία πρωταγωνίστησε η Ελλάδα. Δεκατρία χρόνια και λίγους μήνες από το 2005, οι ελληνικοί τίτλοι φέρουν περί τις 3,5 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο επιτόκιο από τους γερμανικούς, σχεδόν 0,9 ποσοστιαίες μονάδες από τους ιταλικούς και 2,3 ποσοστιαίες μονάδες υψηλότερο επιτόκιο από τους πορτογαλικούς.
Σήμερα, οι επενδυτές που κατά κύριο λόγο ασχολούνται με τους ελληνικούς τίτλους αναζητούν... απελπισμένα αποδόσεις, ποντάρουν στην πολιτική αλλαγή και θέλουν να τοποθετηθούν πριν προκηρυχθούν εθνικές εκλογές για να προλάβουν την άνοδο.
Δεν υπάρχουν αποδόσεις: Το να βρει κανείς σήμερα... αξιόλογες αποδόσεις στην αγορά ομολόγων είναι εξαιρετικά δύσκολο, πόσο μάλλον να εξασφαλίσει υψηλά επιτόκια στην Ευρωζώνη. Η Ελλάδα προσφέρει τα υψηλότερα επιτόκια στη ζώνη του ευρώ, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι αυτός είναι ο μοναδικός λόγος που παρατηρείται αύξηση της ζήτησης. Όμως θα πρέπει να γίνει αντιληπτό ότι για να βάλουν οι επενδυτές τα χρήματά τους σε γερμανικούς τίτλους – οι οποίοι αποτελούν «ασφαλή καταφύγια» - θα πρέπει να πληρώσουν, αφού από τα τριμηνιαία έντοκα μέχρι τα 10ετή ομόλογα φέρουν αρνητικό επιτόκιο. Η Ελλάδα απέχει πολύ ακόμη από την Πορτογαλία και την Ιρλανδία ενώ δεν θα πρέπει να περιμένουμε αναβάθμιση στην κατηγορία «επενδυτική βαθμίδα» μέχρι το καλοκαίρι του 2020.
Εκλογές: Οι επενδυτές δεν γνωρίζουν τι θα συμβεί στην κάλπη. Όμως οι αγορές προεξοφλούν πολιτική αλλαγή και αυτό είναι κάτι που παραδέχονται στην συντριπτική τους πλειοψηφία οι ξένοι που παρακολουθούν την ελληνική αγορά. Βασιζόμενοι στις δημοσκοπήσεις αλλά και στην αίσθηση που αποκομίζουν από τις συναντήσεις τους με οικονομικούς, τραπεζικούς και πολιτικούς φορείς στην Ελλάδα, αναμένουν την εκλογή μιας κυβέρνησης που θα «τρέξει» τις μεταρρυθμίσεις και θα εφαρμόσει φιλικές προς την επιχειρηματικότητα πολιτικές. Έτσι σπεύδουν να τοποθετηθούν με την προσδοκία νέας ανόδου.
Μειώνεται ο πολιτικός κίνδυνος: Η συνθηκολόγηση του Αλέξη Τσίπρα με την Ευρώπη για το θέμα του νέου πλαισίου προστασίας της πρώτης κατοικίας δείχνει να έχει πολλαπλό αντίκτυπο. Η έγκριση της εκταμίευσης των 1 δισ. ευρώ από το Eurogroup και η προοπτική μερικής αποπληρωμής των δανείων του ΔΝΤ επηρεάζουν θετικά την επενδυτική εμπιστοσύνη, την ώρα που μέσα στον Απρίλιο αναμένεται «βροχή» ρευστότητας άνω των 120 δισ. ευρώ στην αγορά ομολόγων (από λήξεις ομολόγων και επανεπενδύσεις της ΕΚΤ). Πλέον, η επενδυτική κοινότητα δεν ποντάρει μόνο στην πολιτική αλλαγή αλλά και στο γεγονός ότι ο Έλληνας πρωθυπουργός περνάει την μεταμνημονιακή αξιολόγηση με τον ίδιο τρόπο που το έκανε τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Επομένως, ο κίνδυνος της αντιστροφής των μεταρρυθμίσεων δείχνει να υποχωρεί.