Σε κορυφαίο οικονομικό θέμα της εποχής μας έχει αναδειχθεί ο πληθωρισμός καθώς οι τιμές αυξάνονται με ιλιγγιώδη ρυθμό, τουλάχιστον τους τελευταίους μήνες. Ευθύνεται η πανδημία και τα προβλήματα που προκάλεσε, η απότομη ανάκαμψη, ο πακτωλός χρημάτων που έριξαν κεντρικές τράπεζες και κυβερνήσεις, η αισχροκέρδεια ή όλα αυτά μαζί;
Κάθε μήνας που περνάει, φέρνει νέο υψηλό για την Ευρώπη. Την περασμένη Παρασκευή έγινε γνωστό ότι τον Οκτώβριο ο πληθωρισμός ανέβηκε στο 4,1% που είναι το υψηλότερο επίπεδο από τον Ιούλιο του 2008.
Ήδη, η εκτίναξη των τιμών έχει ξεπεράσει τις προσδοκίες των κεντρικών τραπεζιτών, τόσο του Τζερόμ Πάουελ της Fed όσο και της Κριστίν Λαγκάρντ της ΕΚΤ, ωστόσο υπάρχει διάσταση απόψεων αναφορικά με το πόσο επικίνδυνη για την πορεία των επόμενων ετών είναι αυτή η άνοδος. Πόσο παροδικό είναι το φαινόμενο και πόσο «πραγματικές» είναι οι δυνάμεις που ωθούν τον πληθωρισμό.
Εσωτερική μελέτη που πραγματοποιήθηκε για λογαριασμό του ευρωσυστήματος δείχνει κάτι πραγματικά αξιοσημείωτο. Με τα σημερινά δεδομένα και λαμβάνοντας υπόψη τη μεγάλη άνοδο του πληθωρισμού που προβλέπεται για φέτος και για το 2022, εκτιμάται ότι το επίπεδο των τιμών το 2023 θα είναι αρκετά χαμηλότερο από το επίπεδο που θα έφταναν οι τιμές την ίδια χρονιά αν την τελευταία 15ετία ο πληθωρισμός διαμορφωνόταν κάθε χρόνο στο στόχο της ΕΚΤ.
Αν πάρουμε το 2009 ως έτος βάσης (=100 μονάδες) και ο πληθωρισμός διαμορφωνόταν κάθε χρόνο στο 1,8% έως το 2019 και στο 2% την περίοδο 2020-2023, τότε θα έφτανε στις 130 μονάδες. Με τις σημερινές προβλέψεις της ΕΚΤ, οι οποίες βέβαια μπορούν να αναθεωρηθούν ανοδικά τον Δεκέμβριο, ο πραγματικός πληθωρισμός θα φτάσει στις 120 μονάδες το 2023.
Αυτό σημαίνει ότι η Ευρώπη θα μπορούσε σταδιακά να έχει φτάσει σε υψηλότερα επίπεδα τιμών από αυτά που βρισκόμαστε σήμερα. Αδυνατούσε, βέβαια, την τελευταία δεκαετία να «ξυπνήσει» τον πληθωρισμό, αφού αδυνατούσε να πυροδοτήσει ανάπτυξη, με αποτέλεσμα ο πληθωρισμός να παραμένει για χρόνια πολύ κάτω από τον στόχο της ΕΚΤ.
Επομένως, γιατί μας τρομάζει τόσο πολύ η άνοδος των τιμών; Μήπως κάποιοι εκμεταλλεύονται την άνοδο του πληθωρισμού για να εξυπηρετήσουν επιχειρηματικά ή πολιτικά συμφέροντα; Ή μήπως είναι πραγματικός ο κίνδυνος και δεν έχουμε ακόμη καταλάβει ότι μπορεί να πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας;
Η Ευρώπη καλείται σήμερα να απαντήσει στα ερωτήματα αυτά και να λάβει μία πολύ κρίσιμη απόφαση. Αν η ΕΚΤ συνεχίσει να τυπώνει χρήμα με στόχο να στηρίξει την εύθραυστη ανάκαμψη, υπάρχει ο κίνδυνος να σημειωθεί πληθωριστικό ντόμινο, στην περίπτωση που το φαινόμενο δεν είναι παροδικό. Επειδή ο πληθωρισμός γεννάει πληθωρισμό, μία μερίδα αναλυτών, πολιτικών και οικονομικών παραγόντων προειδοποιεί ότι δε θέλει και πολύ να επιστρέψουμε στη δεκαετία του 1970, όταν κυριάρχησε ο στασιμοπληθωρισμός, μία συνθήκη υψηλού πληθωρισμού με χαμηλή ανάπτυξη.
Αν όμως η ΕΚΤ κάνει πίσω και αποσύρει τα μέτρα χαλαρής πολιτικής αλλά τελικά αποδειχθεί ότι οι πληθωριστικές πιέσεις οφείλονται κυρίως σε παράγοντες που σχετίζονται με την πανδημία, όπως τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες και το base effect, οι οποίοι θα εξασθενήσουν το 2022, υπάρχει μεγάλος κίνδυνος για την ανάκαμψη.
Και σε αυτό το ζήτημα η Ευρώπη είναι χωρισμένη στα δύο. Ποιος έχει δίκιο και ποιος άδικο;
Το σίγουρο είναι ότι το ενεργειακό κόστος αυξάνεται απειλητικά, σαν να προσπαθούν κάποιοι να βγάλουν τα σπασμένα της κρίσης και να γεμίσουν τα ταμεία τους ενόψει της παγκόσμιας μετάβασης σε πράσινες μορφές ενέργειας. Παρ’ όλα αυτά, σε νέα έκθεσή της, η Oxford Economics εκτιμά ότι ακόμη και αν οι τιμές του πετρελαίου, του φυσικού αερίου και του άνθρακα μείνουν μόνιμα σε υψηλά επίπεδα, η παγκόσμια οικονομία θα τρέξει με ρυθμό 4% το 2022 και 2,8% το 2023, δηλαδή 0,5 και 0,7 ποσοστιαίες μονάδες χαμηλότερα από το βασικό σενάριο. Άρα, η ανάπτυξη δεν κινδυνεύει από το ενεργειακό κόστος…
Όσο για τα προβλήματα στις εφοδιαστικές αλυσίδες που προκλήθηκαν από την πανδημία και τα κλειστά για κάποιο καιρό εργοστάσια, από μόνα τους δεν είναι ικανά να προκαλέσουν τόσο μεγάλο πανικό γιατί αναμένεται να έχουν λυθεί μέσα στο 2022. Τέλος, το φαινόμενο χαμηλής βάσης σύγκρισης ή base effect αναμένεται επίσης να εξασθενήσει το καλοκαίρι του 2022. Οι φετινές τιμές συγκρίνονται με τις περσινές που οι οικονομίες λειτουργούσαν σε lockdown και είναι φυσιολογικά υψηλότερες, όμως το επόμενο καλοκαίρι που η σύγκριση θα γίνεται με πιο φυσιολογικές συνθήκες, δύσκολα ο γενικός δείκτης πληθωρισμού θα είναι στο 3% ή 4%.
Επομένως, γιατί τόση φασαρία για τον πληθωρισμό; Γιατί πολύ απλά η άνοδος των τιμών γεννάει πολλούς κερδισμένους και δύσκολα μπορεί να σταματήσει…