Το Εμπορικό και Βιομηχανικό Επιμελητήριο της Γερμανίας -εφεξής DIHK- ανακοίνωσε τα αποτελέσματα της παραδοσιακής πλέον έρευνας DIHK Energy Transition Barometer 2023, που στην ουσία «μετρά» την εμπιστοσύνη των γερμανικών επιχειρήσεων στην ενεργειακή πολιτική.
Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη έρευνα, σε μια κλίμακα από μείον 100 -ήτοι πολύ αρνητικό- έως + 100 -πολύ θετικό- η τιμή του βαρόμετρου είναι -27. Πρόκειται για τη χειρότερη τιμή από την έναρξη της έρευνας το 2012, γεγονός που υποδεικνύει ότι η εμπιστοσύνη των γερμανικών επιχειρήσεων έχει βυθιστεί επί του παρόντος σε ιστορικά χαμηλό σημείο.
Τι μας λέει σε απλά ελληνικά λοιπόν η έρευνα του DIHK; Ότι οι μισές από τις περισσότερες 3500 γερμανικές εταιρείες που συμμετείχαν στην έρευνα εκτιμούν ότι η μετάβαση προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας και η απομάκρυνση από το ρωσικό φυσικό αέριο θα έχει πολύ αρνητικό ή αρνητικό αντίκτυπο στη λειτουργία και την κερδοφορία τους, γεγονός που συνεπάγεται περισσότερους κινδύνους παρά ευκαιρίες για την ανταγωνιστικότητά τους.
Είναι δε ενδεικτικό ότι μόνο το 13% των επιχειρήσεων θεωρεί ότι η ενεργειακή μετάβαση θα έχει πολύ θετικό ή θετικό αντίκτυπο, ενώ στους κλάδους έντασης ενέργειας, τρεις στις τέσσερις εταιρείες θεωρούν ότι επηρεάζονται αρνητικά ή πολύ αρνητικά από την ενεργειακή μετάβαση.
Αν σκεφτεί κανείς ότι μιλάμε για επιχειρήσεις του βιομηχανικού κέντρου της Ευρώπης, τα αποτελέσματα της έρευνας του DIHK είναι ανησυχητικά και θα ήταν λάθος να μην αξιολογηθούν αναλόγως.
Είναι έκδηλη η μεγάλη ανησυχία πολλών γερμανικών επιχειρήσεων για ανεπαρκή ενεργειακό εφοδιασμό, τόσο μεσοπρόθεσμα όσο και μακροπρόθεσμα και αυτή η ανησυχία οδηγεί ολοένα και περισσότερες γερμανικές επιχειρήσεις να φύγουν από τη χώρα.
Αν και η πλειοψηφία των εταιρειών θέλει να μείνει στη Γερμανία παρά τις αντιξοότητες, ήδη το 1/3 των βιομηχανικών εταιρειών σχεδιάζουν να μεταφέρουν την /παραγωγή τους στο εξωτερικό ή να μειώσουν την παραγωγή τους στο εσωτερικό. Το 2022 το ποσοστό αυτό ήταν μόλις στο 16% .
Τέτοιες δομικές αλλαγές αποτελούν ένα τεράστιο καμπανάκι και η πολιτική ηγεσία της Γερμανίας θα πρέπει να λάβει όσο το δυνατόν συντομότερα αποτελεσματικά αντίμετρα, σύμφωνα με τον αναπληρωτή διευθύνων σύμβουλο του DIHK, Achim Dercks.
Εμείς θα προσθέταμε ότι την ίδια στιγμή αποτελούν βαρόμετρο της δυσαρέσκειας και της μείωσης της εμπιστοσύνης ενός σημαντικού μέρους του επιχειρηματικού κόσμου της Γερμανίας στην πολιτική του τρικομματικού συνασπισμού, που ούτως ή άλλως χαρακτηρίζεται από πολλές εσωτερικές αντιφάσεις, κυρίως μεταξύ των Ελεύθερων Δημοκρατών- FDP- και των Πρασίνων.
Μάλιστα ένα μεγάλο μέρος της γερμανικής κοινής γνώμης θεωρεί ότι οι προτεραιότητες των Πρασίνων για την ενεργειακή μετάβαση προκαλούν κίνδυνο στην παραγωγική βάση της χώρας και πολλοί επιχειρηματίες τους κατηγορούν για ερασιτεχνισμό των μέτρων που προτείνουν και οικονομικό ανορθολογισμό.
Πιστεύουμε ότι ο ανταγωνισμός μεταξύ των Πρασίνων και του FDP για το ποιος θα διαδραματίσει τον πλέον καθοριστικό ρόλο στην κυβέρνηση θα εξελιχθεί τις επόμενες ημέρες σε ένα ιδιαίτερα πολωτικό κλίμα, ενώ σύμφωνα με πολλά γερμανικά ΜΜΕ, η απρόβλεπτη συμπεριφορά της κυβέρνησης έχει προκαλέσει την απομάκρυνση ενός μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος από αυτήν, με τις επιπτώσεις να γίνονται αισθητές όχι μόνο στη Γερμανία, αλλά και σε ολόκληρη την Ευρώπη.
Ο Scholz αγωνίζεται να πείσει τους Γερμανούς ότι μπορεί να διαχειριστεί την πτώση της βιομηχανικής παραγωγής και το υψηλό ενεργειακό κόστος, αλλά για το κατά πόσον θα πείσει την κοινή γνώμη θα πάρουμε μια γεύση στις 8 Οκτωβρίου, όταν τα κρατίδια της Βαυαρίας και της Έσσης θα διεξάγουν τις τοπικές εκλογές. (σ.σ:Οι γενικές εκλογές θα γίνουν το φθινόπωρο του 2025).
Ανεβαίνει η «θερμοκρασία» στην Ταϊβάν
Η σύντομη επίσκεψη του αντιπροέδρου της Ταϊβάν Γουίλιαμ Λάι στις ΗΠΑ στα μέσα του Αυγούστου – χαρακτηρίστηκε επισήμως ως «στάση» στο ταξίδι του προς την Παραγουάη όπου παρευρέθηκε στην ορκωμοσία του προέδρου της χώρας - έχει οδηγήσει σε νέα όξυνση των εντάσεων με τη Κίνα.
Υπενθυμίζουμε ότι ο Αντιπρόεδρος της Δημοκρατίας της Κίνας (Ταϊβάν) και υποψήφιος για την προεδρία του Δημοκρατικού Προοδευτικού Κόμματος Lai Ching-te, Γουίλιαμ Λάι, θεωρείται φαβορί για να γίνει ο επόμενος πρόεδρος της Ταϊβάν στις εκλογές του Ιανουαρίου.
Το κινεζικό υπουργείο Εξωτερικών έσπευσε να καταδικάσει την επίσκεψη χαρακτηρίζοντάς τον Γουίλιαμ Λάι αυτονομιστή και ταραχοποιό και δηλώνοντας ότι το Πεκίνο είναι αντίθετο σε κάθε είδους επίσκεψη στις ΗΠΑ από «αυτονομιστές που τάσσονται υπέρ της ανεξαρτησίας της Ταϊβάν» και θα λάβει ισχυρά μέτρα για να προστατεύσει την κυριαρχία του.
Εν ολίγοις, η Κίνα κατηγόρησε τη Ταϊβάν ότι προσπαθεί να «στηριχτεί στις Ηνωμένες Πολιτείες για να επιδιώξει την ανεξαρτησία της», και ως εκ τούτου η Κίνα θα λάβει αποφασιστικά μέτρα για να υπερασπιστεί την εθνική κυριαρχία και την εδαφική της ακεραιότητα.
Μια ακόμα στάση του Γουίλιαμ Λάι στις ΗΠΑ, αυτή τη φορά στο Σαν Φρανσίσκο στις 16 Αυγούστου κατά την επιστροφή του στην Ταϊπέι, έβαλε εκ νέου «λάδι στη φωτιά» με αποτέλεσμα η κλιμάκωση των στρατιωτικών ασκήσεων που διενεργούνται από την Κίνα γύρω από την Ταϊβάν να χαρακτηρίζονται πλέον ως «αυστηρή προειδοποίηση».
Σύμφωνα με το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν «42 κινεζικά αεροσκάφη και εννέα πλοία συμμετείχαν σε ασκήσεις γύρω από το νησί, με τη Διοίκηση του Λαϊκού Απελευθερωτικού Στρατού της Κίνας να έχει ξεκινήσει από το Σάββατο κοινές περιπολίες στον αέρα και τη θάλασσα και στρατιωτικές ασκήσεις του ναυτικού και της αεροπορίας γύρω από το νησί της Ταϊβάν».
Το υπουργείο Άμυνας της Ταϊβάν καταδίκασε έντονα τις στρατιωτικές ασκήσεις, λέγοντας ότι δεν «βοηθούν την ειρήνη και τη σταθερότητα στα Στενά της Ταϊβάν», ενώ διαβεβαίωσε ότι «θα αναπτύξει τις απαραίτητες δυνάμεις και διαθέτει την ικανότητα, την αποφασιστικότητα και την αυτοπεποίθηση για τη διαφύλαξη της εθνικής ασφάλειας».
Οι σχέσεις ανάμεσα σε Κίνα – Ταιβάν και Ηνωμένες Πολιτείες είναι μια ανοικτή πλήγή πολλά χρόνια τώρα και δυστυχώς αφήνει πάντα ανοιχτό το ενδεχόμενο μια πολεμικής σύγκρουσης .
Η συζήτηση για μία ένοπλη σύγκρουση ανάμεσα στο Πεκίνο και την Ταϊπέι δεν είναι απλά ασκήσεις επί χάρτου και οι πρόσφατες στρατιωτικές ασκήσεις από την Κίνα στην Θάλασσα στα ανατολικά της χώρας ήταν μια ξεκάθαρη δήλωση προς όλες τις πλευρές πως το Πεκίνο έχει και την στρατιωτική δυναμική, αλλά και το σχέδιο να προχωρήσει σε κατάληψη του νησιού ανά πάσα στιγμή.
Μας έκανε δε εντύπωση ΄οτι το εμβληματικό περιοδικό του CCP Qiushi αναδημοσίευσε τον Αύγουστο ένα άρθρο του Φεβρουαρίου του Σι Τζινπίνγκ που έδινε έμφαση στον «εκσυγχρονισμό κινεζικού τύπου». Η ανατύπωση του συγκεκριμένου άρθρου υποδηλώνει ότι το κινεζικό κόμμα στοχεύει να στηρίξει την υποστήριξη για τη διάδοση των μοντέλων πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησής του σε πρώην αποικισμένες χώρες.
Ο Σι στο άρθρο αυτό υποστηρίζει ότι «ο δυτικός εκσυγχρονισμός είναι γεμάτος από αιματηρά εγκλήματα όπως ο πόλεμος, η σκλαβιά και η αποικιοκρατία, που προκάλεσαν μεγάλες δυστυχίες στις αναπτυσσόμενες χώρες». Η Κίνα βίωσε «την τραγική ιστορία της επιθετικότητας και της ταπείνωσης από τις δυτικές δυνάμεις» και «δεν θα επαναλάβει ποτέ αυτό το παλιό μονοπάτι».
Η χρονική στιγμή της επανακυκλοφορίας αυτού του άρθρου, μόλις μια εβδομάδα πριν από τη σύνοδο κορυφής των BRICS, καθώς και ο σκληρός αντιδυτικός τόνος του, υποδηλώνει ότι στόχος του κόμματος είναι να υποβαθμίσει τη δυτική επιρροή εξάγοντας το δικό του αυταρχικό μοντέλο στις αναπτυσσόμενες χώρες.
Το συμπέρασμα των παραπάνω είναι ότι δεν αποκλείεται μέσα στο φθινόπωρο να έχουμε ξέσπασμα έντασης στα στενά της Ταϊβάν.
Στο ερώτημα πώς πιστεύουμε ότι θα εξελιχθεί αυτή η ένταση, η άποψη της στήλης είναι ότι η Κίνα δεν είναι ακόμη σίγουρη για τα πλεονεκτήματα μιας στρατιωτικής επέμβασης στην περιοχή, κυρίως λόγω του γεγονότος ότι οι οικονομικές κυρώσεις εναντίον της που θα συνόδευαν μια τέτοια απόφαση δεν είναι κάτι που η Κίνα θα ήθελε να κληθεί να διαχειριστεί.
Βλέπετε, σε περίπτωση που της επιβληθούν κυρώσεις όμοιες με αυτές που έχουν επιβληθεί στη Μόσχα, η τεράστια εξαγωγική μηχανή της Κίνας θα έχει σοβαρά ζητήματα.
Από την άλλη, είναι αδύνατο για το modus operandi-τρόπος του λειτουργείν- του κινεζικού κράτους να αφήσει την Ταιβάν να προσαρτηθεί στη Δύση.
Όπως και να έχει, τα γεγονότα του δεύτερου 15νθημερου του Αυγούστου έρχονται σε μια ευαίσθητη φάση που οι δυο μεγαλύτερες οικονομίες του κόσμου, οι ΗΠΑ και η Κίνα παίζουν το χαρτί της άμβλυνσης των διαφορών τους, προσπαθώντας να ξαναρχίσουν διάλογο σε διάφορα πεδία, με έμφαση τις εμπορικές τους σχέσεις και την τεχνολογία.
Η υπουργός Εμπορίου των ΗΠΑ, Τζίνα Ραϊμόντο, η επίσκεψη της οποίας στην Κίνα θα διαρκέσει ως σήμερα Τετάρτη, είναι το τέταρτο κατά σειρά υψηλόβαθμο στέλεχος της κυβέρνησης του Τζο Μπάιντεν που επισκέπτεται τον ασιατικό γίγαντα αυτό το καλοκαίρι.
Ένας επανασυντονισμός των δύο οικονομιών σε κρίσιμα εμπορικά θέματα θα ήταν ευχής έργον όσον αφορά την αποσυμφόρηση κρίσιμων εφοδιαστικών αλυσίδων, ειδικά όσον αφορά τον τομέα των προηγμένων ημιαγωγών που τροφοδοτούν το νέο άλμα στις αναδυόμενες τεχνολογίες της κβαντικής πληροφορικής, της Τεχνητής Νοημοσύνης, της αυτόνομης οδήγησης και των 5G τηλεπικοινωνιών, αλλά και την μελλοντική εξέλιξη των τιμών σε έναν μεγάλο αριθμό προϊόντων.
Θα μπορέσει όμως αυτός ο επανασυντονισμός να συμβεί δια της διπλωματικής οδού;
(σ.σ: Περισσότερα για τη σημασία της Ταϊβάν και για τους λόγους που αποτελεί ένα τόσο κομβικό σημείο ενδιαφέροντος για όλον τον πλανήτη, μπορείτε να διαβάσετε εδώ).
Αποποίηση Ευθύνης
Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.