Του Βασίλη Γεώργα
Η ψήφιση του πολυνομοσχεδίου την Κυριακή από τη Βουλή σφραγίζει έναν πολυέξοδο και μακρύ κύκλο διαπραγματεύσεων με τους δανειστές, ανοίγοντας πλέον το δρόμο για την ολοκλήρωση της αξιολόγησης στο Eurogroup της 24ης Μαΐου. Η Ελλάδα δεν βγαίνει περισσότερο κερδισμένη από αυτή την περιπέτεια που διαρκεί ήδη οκτώ μήνες και ακόμη παραμένει άγνωστο αν θα τελειώσει την ερχόμενη εβδομάδα. Η οικονομία φορτώθηκε με μέτρα 5,4 δισ. ευρώ - στην πλειονότητά τους φοροεισπρακτικά και βαθιά υφεσιακά -, η κυβέρνηση υποχρεώθηκε να θεσμοθετήσει «κόφτη δαπανών» επιπλέον 2% του ΑΕΠ υπό την επιτροπεία της τρόικας που ισοδυναμεί με διαρκές μνημόνιο λιτότητας και δέχθηκε παράλληλα να βάλει εγγύηση το σύνολο των περιουσιακών στοιχείων του Δημοσίου για το χρέος. Παρόλα αυτά δεν φαίνεται να καταφέρνει να κερδίσει ούτε τώρα μια βιώσιμη λύση για το χρέος, αν και ο αρμόδιος υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος επιχειρεί από χθες να ανεβάσει τον πήχη των προσδοκιών ενόψει της ψήφισης του πολυνομοσχεδίου, προβλέποντας μια «καλή λύση» και έναν «καθαρό διάδρομο» σε ότι αφορά τον χρόνο και τις τεχνικές ελάφρυνση του χρέους.
Όλα τα δεδομένα δείχνουν ωστόσο πως το Eurogroup της επόμενης Τρίτης πιθανότατα θα εγκρίνει την αξιολόγηση και την τμηματική εκταμίευση ενός σημαντικού ποσού 9-11 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα, αλλά δεν αναμένεται να πάρει ρηξικέλευθες αποφάσεις για το χρέος καθώς ο «οδικός χάρτης» έχει ανοίξει προς συζήτηση εν μέσω πολύ έντονων διαφωνιών και αντικρουόμενων συμφερόντων μεταξύ των ευρωπαϊκών θεσμών και του ΔΝΤ.
Το αποτέλεσμα, όμως, αυτής της διελκυστίνδας δεν θα είναι μια ουσιαστική αναδιάρθρωση όπως ξεκάθαρα εισηγείται το ΔΝΤ στην έκθεση βιωσιμότητας που διέρρευσε, αλλά μια υπόσχεση μελλοντικής λύσης. Όλος ο «καυγάς» των τελευταίων εβδομάδων για το χρέος, μοιάζει να γίνεται για τις διατυπώσεις και όχι την ουσία, αφού εξ αρχής έχει καταδειχθεί μέσω των τεράστιων αποκλίσεων στις προτάσεις των δύο πλευρών, πως στόχος είναι να βρεθεί ένας συμβιβασμός που θα επιτρέπει αφενός στο ΔΝΤ να παραμείνει «εντός προγράμματος» χωρίς να το χρηματοδοτεί, και αφετέρου στην Ευρώπη να πορευτεί προς το δημοψήφισμα του Brexit και τις ισπανικές εκλογές, χωρίς τον κίνδυνο ενός ατυχήματος στην Ελλάδα. Αυτό στην πράξη σημαίνει πως την ερχόμενη Τρίτη στο Eurogroup θα υπάρξει κατά πάσα πιθανότητα μια συμφωνία που βραχυπρόθεσμα θα βγάζει την Ελλάδα από το κάδρο, με το ΔΝΤ σε ρόλο συμβούλου να «χαιρετίζει» τις δεσμεύσεις των ευρωπαίων δανειστών για την εκταμίευση δόσεων προς την Ελλάδα, ενώ στο ίδιο κείμενο θα επιμένει μεν στην ανάγκη απομείωσης των πληρωμών μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα διατηρώντας τη θέση του ότι το πρόγραμμα «δεν βγαίνει» χωρίς μεγάλη αναδιάρθρωση , αλλά θα συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους ότι θα αναζητήσουν λύσεις τους επόμενους μήνες με ορίζοντα την ετήσια σύνοδο του ΔΝΤ στις 7-9 Οκτωβρίου στην Ουάσιγκτον.
Η μη λύση στο ζήτημα του χρέους ακόμη και αποφασιστεί κάποια προσωρινή διευθέτηση για την περίοδο μέχρι το 2018, αποτελεί μείζον πρόβλημα για την οικονομία για δύο λόγους σύμφωνα με αναλυτές: αφενός διότι δεν βοηθά σε αυτή την κρίσιμη καμπή να επανακάμψει ταχύτερα η εμπιστοσύνη των επενδυτών όσο δεν ξεκαθαρίζει το τοπίο για τη δυνατότητα της χώρας να ανταποκρίνεται στις πληρωμές μεσοπρόθεσμα και μακροπρόθεσμα, και αφετέρου διότι το κυνήγι της διατήρησης υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων ύψους 3,5% του ΑΕΠ, υποχρεώνουν την οικονομία να βρίσκεται σε διαρκή λιτότητα.
Επί της ουσίας ο κύριος στόχος που είναι η αναθέρμανση του επενδυτικού ενδιαφέροντος ξένων κεφαλαίων και η εδραίωση της εμπιστοσύνης στην ανάκαμψη της οικονομίας και την πολιτική σταθερότητα, δύσκολα θα επιτευχθεί. Πολύ δε μάλλον όταν το μείγμα των μέτρων που έχει συμφωνηθεί για τα επόμενα τρία χρόνια είναι ανισοβαρώς κατανεμημένο υπέρ των φόρων και κατά της ανάπτυξης μέσω της οποίας θα μπορούσε να επιτευχθεί αύξηση των επενδύσεων και του ΑΕΠ και συνεπώς των εσόδων που κατευθύνονται στην εξυπηρέτηση του χρέους.
Από την άλλη η σταδιακή εκταμίευση χρημάτων προς την Ελλάδα για πρώτη φορά μετά από πέντε μήνες πλήρους χρηματοδοτικής απομόνωσης από τα κεφάλαια της δανειακής σύμβασης, θα λύσει σαφώς μέρος από τα σοβαρά προβλήματά που έχουν δημιουργηθεί λόγω των συσσωρευμένων οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα, και παράλληλα θα άρει τις ανησυχίες για την έγκαιρη εξόφληση υποχρεώσεων προς την ΕΚΤ και το ΔΝΤ μέχρι το Φθινόπωρο. Αν μάλιστα η εκταμίευση αφορά «διπλάσια δόση» σε σχέση με τα 5,7 δις. ευρώ όπως είναι η προσδοκία που καλλιεργείται, αυτό σημαίνει πως μέρος της δεν αποκλείεται να αποτελέσει την «κάβα» για πιθανή νέα καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της 2ης αξιολόγησης που χρονικά είναι προγραμματισμένη για τον ερχόμενο Οκτώβριο αλλά μπορεί να φτάσει μέχρι τα τέλη της χρονιάς.