Δύο είναι οι βασικές προϋποθέσεις για να προσεγγίσουμε, σε ενεστώτα χρόνο και στη χώρα στην οποία ζούμε όλοι μας, το ζήτημα της ακρίβειας: α) ότι πρόκειται για ένα διεθνές φαινόμενο, β) ότι δε θεωρητικολογούμε, αλλά λαμβάνουμε υπόψη τα τελευταία έγκυρα αριθμητικά δεδομένα που έχουμε στη διάθεσή μας.
Και τα δεδομένα αυτά δείχνουν ότι η Ελλάδα βρίσκεται πολύ κοντά στην κορυφή, συγκεκριμένα κατέχει την 3η θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών με τον χαμηλότερο πληθωρισμό. Βάσει στοιχείων που αφορούν στον περασμένο μήνα, τον Οκτώβριο, ο καθένας μπορεί να δει ότι με τον μηνιαίο ευρωπαϊκό μέσο όρο πληθωρισμού στο 4,1%, η ελληνική οικονομία κινείται μόλις στο 2,8%. Αυτό σημαίνει ότι, συγκριτικά με τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης, τα ελληνικά νοικοκυριά βρίσκονται σε πολύ καλύτερη θέση.
Για παράδειγμα, ένας από τους θεμελιώδεις δείκτες του τιμάριθμου, ο ρυθμός αύξησης τιμής των τροφίμων, πχ στην Ισπανία είναι 1,3%, στην Ιταλία και τη Γαλλία 0,7%. Απεναντίας στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 0,1%.
Παρόλ' αυτά, επειδή το ζήτημα της ακρίβειας είναι εξαιρετικά σοβαρό και επηρεάζει την καθημερινότητά μας με πολλούς και διάφορους τρόπους, θα πρέπει να έχουμε κατά νου ότι η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας ήταν η πρώτη η οποία προχώρησε σε μέτρα αναχαίτισης της ακρίβειας.
Θυμίζω ότι με απόφαση του Κυριάκου Μητσοτάκη προσωπικά
- περιορίστηκε το βάρος της αύξησης του ρεύματος αλλά και του φυσικού αερίου,
- καταργήθηκε ο φόρος πετρελαίου στους αγρότες
- μειώθηκε ο ΦΠΑ στον καφέ, τα μη αλκοολούχα ποτά και τις μεταφορές
- διπλασιάστηκαν τα κοινωνικά επιδόματα για τα ευάλωτα νοικοκυριά.
Όλοι γνωρίζουμε ότι τα μέτρα αυτά ελήφθησαν εν μέσω της πανδημίας και των σφοδρών ανατροπών που επήλθαν εξαιτίας της. Η κυβέρνηση, όχι μόνο επέδειξε άμεσα αντανακλαστικά αλλά και προχώρησε σε περαιτέρω βελτίωση των μέτρων ανακούφισης πάνω από τρεις φορές. Μάλιστα, η τελευταία δέσμη ενισχυτικών μέτρων κατά της ακρίβειας ανακοινώθηκε από τον ίδιο τον πρωθυπουργό τη Δευτέρα στη Βουλή.
Όπως είπε ο Κυριάκος Μητσοτάκης, προχωρούμε σε τρεις ακόμα πρωτοβουλίες στήριξης των συμπολιτών μας: α) Έκτακτη καταβολή μισού μισθού σε 100.000 περίπου ενεργούς υγειονομικούς εργαζομένους στα νοσοκομεία, το ΕΚΑΒ και τα Κέντρα Υγείας.
β) Όλοι οι χαμηλοσυνταξιούχοι της χώρας (περίπου 800.000 Έλληνες πολίτες) θα λάβουν ένα πρόσθετο βοήθημα 250 ευρώ, προσαυξημένο κατά 50 ακόμα για κάθε μέλος της οικογένειας τους.
γ) Το ίδιο ακριβώς επίδομα με τους χαμηλοσυνταξιούχους θα δοθεί επίσης στους δικαιούχους του Οργανισμού Πρόνοιας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, δηλαδή σε 173.000 άτομα με αναπηρία.
Πέραν αυτών των μέτρων, το επίδομα θέρμανσης θα παραμείνει αυξημένο, στο διπλάσιο σε σχέση με το παρελθόν και βεβαίως κατανέμεται στα νοικοκυριά με αδιάβλητα, απολύτως αντικειμενικά και δίκαια κριτήρια. Αντίστοιχα, δεν εφαρμόζονται τέλη στο φυσικό αέριο για τους επόμενους μήνες, ενώ με απόφαση της κυβέρνησης έχει ανασταλεί προσωρινά η χρέωση των επιχειρήσεων από τις Υπηρεσίες Κοινής Ωφέλειας.
Όλα αυτά συνθέτουν ένα πλέγμα στήριξης του ελληνικού λαού κατά της ακρίβειας το οποίο, σε ποσοστιαία αναλογία, είναι από τα μεγαλύτερα που έχουν χορηγηθεί σε ολόκληρη την Ευρώπη. Και για όποιον αναζητά το «λογαριασμό» σε αριθμούς, είναι ενδεικτικό ότι το τείχος που υψώνει η κυβέρνησή μας απέναντι στην ακρίβεια, ειδικά για τη μείωση των δαπανών για ηλεκτρισμό και θέρμανση, είναι της τάξης των 700 εκατ. ευρώ.
Θα πρέπει να τονίσω, για άλλη μία φορά, τη σημασία της εισαγωγικής παρατήρησής μου, ότι η ακρίβεια δεν έχει να κάνει με την Ελλάδα. Ολόκληρη η υφήλιος υφίσταται το κύμα των ανατιμήσεων, όλες οι κυβερνήσεις του κόσμου προβληματίζονται -και το ίδιο ισχύει για τους οικονομολόγους: Κάποιοι θεωρούν ότι η ακρίβεια έχει βαθύτερες ρίζες, πολύ πιο πέρα από τις βίαιες ανακατατάξεις που προκλήθηκαν στην αγορά εξαιτίας της πανδημίας.
Οι περισσότεροι ειδικοί, όμως, τείνουν να πιστεύουν ότι η κρίση είναι παροδική και η κατάσταση θα έχει εξομαλυνθεί, πιθανότατα, στο πρώτο τρίμηνο του 2022. Την άποψη αυτή ασπάζεται τόσο η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, όσο και η ελληνική κυβέρνηση. Μπορούμε να αισιοδοξούμε, λοιπόν, ότι ως το Μάρτιο της επόμενης χρονιάς η τάξη θα έχει αποκατασταθεί στην ευρωπαϊκή και την εγχώρια αγορά.
Έως τότε όμως, αναμφίβολα, η αντοχή της εθνικής οικονομίας, όσο και των ελληνικών νοικοκυριών θα δέχεται πιέσεις. Αυτό είναι, δυστυχώς, αναπόφευκτο. Διότι υπάρχει μια αλυσίδα παραγόντων και αλληλεπιδράσεων που συντείνουν στην απότομη άνοδο του τιμάριθμου, σχεδόν στο σύνολο της καταναλωτικής δραστηριότητας -με την ευρεία έννοια.
Πολύ σχηματικά, η ακρίβεια οφείλεται α) στις συσσωρευμένες ανάγκες των ανθρώπων σε όλο τον πλανήτη για προϊόντα και υπηρεσίες. Λόγω της πανδημίας, η ζήτηση έχει αυξηθεί απότομα, χωρίς όμως την απαιτούμενη ανταπόκριση από την παραγωγή. β) Στην περιορισμένη παραγωγή και τις ελλείψεις προϊόντων. γ) Στη συμφόρηση που επήλθε στον τομέα των μεταφορών. δ) Στο κόστος της ενέργειας, η αύξηση του οποίου συμπαρασύρει το σύνολο της αγοράς.
Το κόστος της ενέργειας είναι ένα τεράστιο και πολυσύνθετο φαινόμενο από μόνο του, καθώς επηρεάζεται από οποιαδήποτε κίνηση στην παγκόσμια γεωπολιτική σκακιέρα -εκτός, βεβαίως, από τις εξελίξεις στον αμιγώς ενεργειακό τομέα.
Είναι αλήθεια ότι επί του παρόντος το διεθνές τοπίο δε μοιάζει ευοίωνο. Οι αγορές σε ολόκληρο τον πλανήτη τελούν σε κατάσταση έντονης κινητικότητας, το ευτύχημα όμως είναι ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει επέμβει έγκαιρα και συντονισμένα, με σχέδιο εστιασμένο στους μικρομεσαίους και τους λιγότερο προνομιούχους συμπολίτες μας.
Η δίκαιη κατανομή των έκτακτων βοηθημάτων σε συνδυασμό με την ουσιαστική ελάφρυνση της φορολογίας, αποτελούν απόδειξη ότι η κυβέρνηση νοιάζεται, τόσο για τον κάθε πολίτη χωριστά αλλά και για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής στην πατρίδα μας. Διότι μόνο αλληλέγγυοι και ενωμένοι, όλοι μαζί οι Έλληνες, μπορούμε να πορευτούμε ως την έξοδο από το τούνελ της ακρίβειας, προς ένα καλύτερο, πιο φωτεινό μέλλον.
* Ο Χάρης Θεοχάρης είναι Κοινοβουλευτικός εκπρόσωπος της ΝΔ