Σε μία άκρως εντυπωσιακή όσο και φιλόδοξη εκτίμηση για την ελληνική οικονομία προχώρησε χθες ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, δηλώνοντας ότι είναι εφικτό να αναπτυχθεί το ΑΕΠ με μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 3,5% για ολόκληρη την επόμενη δεκαετία.
Προφανώς και οι προϋποθέσεις για μία τέτοια περίοδο πρωτοφανούς στην ιστορία ανάπτυξης -που θα άλλαζε επίπεδο την ελληνική οικονομία με σωρευτική μεγέθυνση 40%- είναι πολλές και απαιτείται μία συγχορδία θετικών εξελίξεων, ωστόσο αν το συγκεκριμένο σενάριο γίνει πραγματικότητα θα είναι η μεγαλύτερη σε διάρκεια και έκταση περίοδος ανάπτυξης.
Την ίδια ώρα, από μόνο του το γεγονός ότι βρίσκεται στο τραπέζι ένα τέτοιο ενδεχόμενο καταδεικνύει τη σημασία της αξιοποίησης των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Διότι η σωστή αξιοποίηση των ευρωπαϊκών πόρων και οι μεταρρυθμίσεις που θα εφαρμοστούν είναι οι δύο καταλύτες που θα οδηγήσουν το ελληνικό ΑΕΠ κοντά στα 240 δισ. ευρώ σε δέκα χρόνια από σήμερα, έναντι 170 δισ. ευρώ που εκτιμάται ότι βρίσκεται σήμερα.
Όλα αυτά, βέβαια, είναι θεωρία. Όχι ακριβώς θεωρία αλλά εκτιμήσεις βασισμένες σε συγκεκριμένες παραδοχές. Στην πράξη, συνήθως η ανάπτυξη είναι πιο δύσκολη καθώς υπάρχουν πολλοί αστάθμητοι παράγοντες που απειλούν τις παραδοχές.
Ποιος θα μπορούσε για παράδειγμα να προβλέψει την πανδημία και ότι η παγκόσμια οικονομία θα πατούσε «pause» το 2020;
Στην πρόβλεψη της ΤτΕ, μία ιδιαίτερα περίπλοκη άσκηση αφορά στην ποσοτικοποίηση των μεταρρυθμίσεων. Ας δούμε τι αναφέρει η Έκθεση για τη Νομισματική Πολιτική, για το πότε και το πώς μπορεί το ελληνικό ΑΕΠ να αναπτυχθεί σωρευτικά κατά 40% μέσα στην επόμενη δεκαετία.
Σύμφωνα με τον διοικητή της ΤτΕ, η οικονομία μπορεί να αναπτύσσεται με μέσο ετήσιο ρυθμό 3,5%. Αυτό σημαίνει ότι σε 10 χρόνια από σήμερα το ΑΕΠ θα φτάσει στο επίπεδο-ρεκόρ των 240 δισ. ευρώ, δοκιμάζοντας ακόμη και το επίπεδο του 2008.
Για να φτάσουμε εκεί θα πρέπει να αξιοποιηθούν τόσο τα δάνεια όσο και οι επιχορηγήσεις του Ταμείου Ανάκαμψης, αλλά τίποτα δεν θα είναι εφικτό αν δεν γίνουν μεταρρυθμίσεις.
Για τις μεταρρυθμίσεις η ΤτΕ τονίζει ότι έχουν μόνιμες επιδράσεις μακροχρόνια, σε αντίθεση με τις δαπάνες, δεδομένου ότι συνεπάγονται μετάβαση σε ένα νέο σημείο ισορροπίας με υψηλότερο επίπεδο παραγωγικότητας, μεγαλύτερη προσφορά εργασίας και πιο αποτελεσματική κατανομή των παραγωγικών πόρων.
Οι μεταρρυθμίσεις επιδρούν θετικά στην οικονομική δραστηριότητα μέσω της μείωσης του κόστους παραγωγής και της αύξησης της απασχόλησης και της αποτελεσματικότητας των παραγωγικών συντελεστών, ενισχύοντας έτσι και τη διεθνή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας και συνεπώς αυξάνοντας τις εξαγωγές.
Συνολικά, στο βασικό σενάριο οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις αυξάνουν το ΑΕΠ κατά 2,6% το 2026. Η επίδρασή τους στο ΑΕΠ ενισχύεται μακροπρόθεσμα καθώς ολοκληρώνεται η εφαρμογή τους και ανέρχεται σε 6,0%.
Η από κοινού επίδραση των επιχορηγήσεων και των δανείων οδηγεί σε αύξηση του επιπέδου του ΑΕΠ το 2026 κατά 4,3%. Μετά το 2026, οπότε και παύει η εκταμίευση των πόρων, η οικονομία επανέρχεται σταδιακά στην αρχική κατάσταση μακροχρόνιας ισορροπίας.
Ωστόσο, οι θετικές επιδράσεις στο ΑΕΠ έχουν μακρά διάρκεια, γεγονός που οφείλεται κυρίως στη σημαντική αύξηση του αποθέματος κεφαλαίου κατά την περίοδο της εφαρμογής του Σχεδίου.
Συμπερασματικά, η ΤτΕ εκτιμά ότι η έγκαιρη και πλήρης υλοποίηση των δράσεων που προβλέπει το Σχέδιο Ανάκαμψης δημιουργεί τις συνθήκες για την κάλυψη του επενδυτικού κενού και τη δημιουργία νέων διατηρήσιμων θέσεων εργασίας.
Όσο για τις προϋποθέσεις που πρέπει να εκπληρωθούν για να πάμε σε ομαλή ανάκαμψη, η ΤτΕ στέκεται στον παράγοντα πανδημία αλλά και στον τρόπο με τον οποίο θα αρθούν τα μέτρα στήριξης.
Πανδημία: Ο περιορισμός της πανδημίας αναμφίβολα αποτελεί τον βασικό παράγοντα για την επιστροφή της ελληνικής οικονομίας σε σταθερή αναπτυξιακή τροχιά, καθώς μόνο έτσι θα ανοίξουν όλες οι επαγγελματικές δραστηριότητες και θα αρθούν οι ταξιδιωτικοί περιορισμοί, με αποτέλεσμα να αυξηθεί η τουριστική δραστηριότητα που είναι ο βασικός άξονας της ανάπτυξης.
Άρση μέτρων στήριξης: Η βιωσιμότητα πολλών επιχειρήσεων και θέσεων εργασίας, ιδιαίτερα στους τομείς του λιανικού εμπορίου και των συνδεδεμένων με τον τουρισμό υπηρεσιών, ενδέχεται να απειληθεί μετά το τέλος της πανδημίας, τόσο με την άρση των διευκολύνσεων που παρέχονται έως τώρα από το πιστωτικό σύστημα όσο και με την απόσυρση των κρατικών προγραμμάτων στήριξης επιχειρήσεων και εργαζομένων. Αυτή η διαδικασία άρσης των μέτρων θα πρέπει να είναι σταδιακή και σε συγχρονισμό με την εδραίωση της ανάκαμψης. Σε ό,τι αφορά την αγορά εργασίας, η άρση των μέτρων θα πρέπει να συνδυαστεί με ενεργητικές πολιτικές απασχόλησης, ώστε να μην οδηγήσει σε αύξηση της διαρθρωτικής ανεργίας και να βοηθήσει ώστε να επιστρέψουν στο εργατικό δυναμικό όσοι έχουν αποθαρρυνθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας.