Υπέρ της άμεσης επίλυσης του μείζονος προβλήματος των προβληματικών δανείων που «πνίγει» τους ισολογισμούς των ελληνικών τραπεζών και δεν επιτρέπει στα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα να χρηματοδοτήσουν την πραγματική οικονομία, τάσσεται η Επιτροπή Πισσαρίδη, όπως προκύπτει από την Ενδιάμεση Έκθεση για το Σχέδιο Ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας που δόθηκε χθες για δημόσια διαβούλευση.
Καλύτερα να επιλυθεί γρήγορα και με κάποιο κεφαλαιακό κόστος για τις τράπεζες το μείζον ζήτημα των κόκκινων δανείων, παρά να πάμε σε μία σταδιακή λύση 3-5 ετών η οποία περιορίζει τις άμεσες ανάγκες για κεφάλαια αλλά παρατείνει το πρόβλημα, είναι το μήνυμα που στέλνουν οι Χριστόφορος Πισσαρίδης, Δημήτρης Βαγιανός, Νίκος Βέττας και Κώστας Μεγήρ, οι οποίοι υπογράφουν την έκθεση. Αυτό μπορεί να γίνει είτε μέσω της δημιουργίας μιας κεντρικής bad bank, είτε μέσω των μεμονωμένων προσπαθειών κάθε τράπεζας με τιτλοποιήσεις και πωλήσεις.
Τα προβληματικά δάνεια, είναι σύμφωνα με την Επιτροπή, το βασικό πρόβλημα των τραπεζών σήμερα, καθώς αποτελεί πηγή πολλών δυσχερειών, όπως η δυσκολία στο δανεισμό προς νέες επιχειρήσεις, η αργή ψηφιοποίηση και ο δανεισμός εταιρειών-ζόμπι. Μια πρώτη στρατηγική είναι να επιλυθεί το πρόβλημα σταδιακά, σε ορίζοντα 3-5 χρόνων, κυρίως με την αξιοποίηση των ετήσιων κερδών προ προβλέψεων για την αύξηση των προβλέψεων κάθε χρόνο, καθώς και με τιτλοποιήσεις ή πωλήσεις προβληματικών δανείων.
Οι κεφαλαιακές ανάγκες που ενδέχεται να προκύψουν με τη στρατηγική αυτή θα μπορούν να καλυφθούν στο μέλλον, ίσως υπό καλύτερες συνθήκες. Η στρατηγική αυτή περιορίζει τις άμεσες ανάγκες για νέα κεφάλαια, αλλά παρατείνει τα υπάρχοντα προβλήματα, σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Μια δεύτερη στρατηγική, την οποία η Επιτροπή θεωρεί καλύτερη, είναι να λυθεί το πρόβλημα πιο άμεσα, είτε μέσω της δημιουργίας «κακής τράπεζας» (bad bank) και τη μεταφορά του συνόλου των προβληματικών δανείων σε αυτή, είτε μέσω άμεσων μαζικών τιτλοποιήσεων ή και πωλήσεων προβληματικών δανείων στην αγορά από κάθε τράπεζα χωριστά. «Και στις δυο περιπτώσεις ενδέχεται να προκύψουν κεφαλαιακές ανάγκες», τονίζει.
Σύμφωνα με τα μέλη της Επιτροπής, η λύση της «κακής τράπεζας» έχει το πλεονέκτημα ότι διευκολύνει τον συντονισμό μεταξύ των πιστωτών, καθώς όλα τα προβληματικά δάνεια από μια επιχείρηση συγκεντρώνονται κάτω από την ίδια στέγη. Υπάρχουν όμως και μειονεκτήματα, ιδιαίτερα στην πρακτική εφαρμογή. Η δημιουργία της «κακής τράπεζας» θα απαιτήσει μακρές διαπραγματεύσεις, ιδιαίτερα καθώς η κάθε τράπεζα βρίσκεται σε διαφορετικό σημείο εκκίνησης όσον αφορά τις προβλέψεις.
Κατά το διάστημα αυτό, που ενδέχεται να κρατήσει ακόμα και δύο χρόνια, η διαχείριση των προβληματικών δανείων θα υπολειτουργεί. Οι τράπεζες έχουν επίσης προχωρήσει σε σχεδιασμό και υλοποίηση των δικών τους λύσεων η καθεμιά (π.χ. τιτλοποιήσεις), οι οποίες έχουν εγκριθεί από τον SSM, και η ανατροπή των λύσεων αυτών θα έχει κόστος.
Μια εναλλακτική λύση είναι η κάθε τράπεζα ανεξάρτητα να προχωρήσει ταχύτερα στην εξυγίανση του δικού της χαρτοφυλακίου προβληματικών δανείων μέσω τιτλοποιήσεων και πωλήσεων. Υπό τη λύση αυτή, η κυβέρνηση, σε συνεννόηση με τον SSM, θα πρέπει να επιταχύνει το σημερινό τριετές πρόγραμμα μείωσης των προβληματικών δανείων που έχει εγκριθεί από τον SSM, και να θέσει στις ελληνικές τράπεζες τον δεσμευτικό στόχο ότι τα προβληματικά δάνεια ως προς το σύνολο των δανείων θα πρέπει να μειωθούν σε μονοψήφιο αριθμό στο τέλος του 2021 (ενδεχομένως με κάποια πρόβλεψη παράτασης αν η πανδημία συνεχιστεί και το 2021).
Παράλληλα, θα πρέπει να καθιερωθεί σύστημα bonus/malus από την κυβέρνηση και τον SSM για αποκλίσεις από τους στόχους και για διατήρηση επιχειρήσεων «ζόμπι» στο χαρτοφυλάκιό τους. Το σύστημα αυτό μπορεί να βασίζεται, ενδεικτικά, σε ευνοϊκότερες κεφαλαιακές απαιτήσεις ή ευνοϊκότερη φορολογική μεταχείριση για τράπεζες που ξεπερνούν τους στόχους τους.
Όπως αναφέρεται στην Έκθεση, από τις πρόσφατες τιτλοποιήσεις προκύπτει ότι για κάθε 1 δισ. ευρώ προβληματικών δανείων που τιτλοποιούνται, απαιτούνται 200 εκατ. ευρώ επιπρόσθετες προβλέψεις και κατ’ επέκταση και κεφάλαια. Για πωλήσεις προβληματικών δανείων στην αγορά, οι ανάγκες για προβλέψεις είναι μεγαλύτερες.