Οι κίνδυνοι για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα της ευρωζώνης έχουν αυξηθεί καθώς η οικονομία οδεύει πιθανότατα προς ύφεση και ως εκ τούτου, η όποια μείωση του χαρτοφυλακίου ομολόγων που διακρατεί η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα είναι βαθμιαία ώστε να διατηρηθεί η ηρεμία στις αγορές, δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ Luis de Guindos.
Η εκτόξευση του κόστους ενέργειας έχει αυξήσει την πιθανότητα ύφεσης στο 80% και η άνοδος των επιτοκίων για να συγκρατηθεί ο πληθωρισμός ήδη προκαλεί μεταβλητότητα στις αγορές και υψηλότερο κόστος εξυπηρέτησης του χρέους των κυβερνήσεων. Στην εξαμηνιαία επισκόπηση χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, η ΕΚΤ αναφέρει οτι τα ρίσκα για τη χρηματοοικονομική σταθερότητα έχουν αυξηθεί εν μέσω υψηλού πληθωρισμού, χαμηλής ανάπτυξης και απογείωσης του κόστους ενέργειας.
«Ολες αυτές οι αδυναμίες μπορεί να εκδηλωθούν ταυτόχρονα και να ενισχύσουν η μία την άλλη» σημειώνεται στην επισκόπηση.
Μια πηγή άγχους για τις αγορές θα είναι η μείωση του προγράμματος αγοράς ομολόγων ΑΡΡ (Asset Purchase Programme) τον επόμενο χρόνο, ωστόσο, ο de Guindos ξεκαθάρισε οτι η όποια συρρίκνωση στο χαρτοφυλάκιο των κυρίως κρατικών ομολόγων της ΕΚΤ θα είναι βαθμιαία και «παθητική», που σημαίνει οτι η ΕΚΤ θα αφήσει ένα μέρος των ομολόγων να λήξουν αλλά δεν θα προβεί σε πωλήσεις.
«Η προσωπική μου άποψη είναι οτι η ποσοτική σύσφιξη πρέπει να υλοποιηθεί με μεγάλη σύνεση», δήλωσε ο αντιπρόεδρος της ΕΚΤ. «H άσκηση της ποσοτικής σύσφιξης είναι πιό λεπτή καθώς έχουμε πιο περιορισμένη εμπειρία από ότι στις αυξήσεις επιτοκίων και εκτιμώ οτι θα ξεκινήσουμε με ένα παθητικό QT (quantitative tightening)» πρόσθεσε.
Ο τραπεζικός τομέας της ευρωζώνης είναι πιο ανθεκτικός έχοντας ενισχύσει την κεφαλαιακή του βάση τα τελευταία χρόνια και η άνοδος των επιτοκίων συμβάλλει στη βελτίωση της κερδοφορίας του. Όμως, υπάρχει περιθώριο για δυνητικό πρόβλημα καθώς οι οικονομικές προκλήσεις αποδυναμώνουν τα εισοδήματα και μπορεί να περιορίσουν την ικανότητα των δανειοληπτών να εξυπηρετούν το χρέος τους.
Επιπρόσθετα, τα πιστωτικά ιδρύματα αντιμετωπίζουν υψηλότερα κόστη και χαμηλή ανάπτυξη στις δανειοδοτήσεις καθώς οι προοπτικές της οικονομίας επιδεινώνονται.
«Ενώ ο τραπεζικός κλάδος είδε την κερδοφορία του να ανακάμπτει πρόσφατα με την άνοδο των επιτοκίων, υπάρχουν αρχικά σημάδια οτι η ποιότητα του ενεργητικού επιδεινώνεται, εξέλιξη που μπορεί να απαιτήσει μεγαλύτερες προβλέψεις», αναφέρει η ΕΚΤ.
Μια πρόσθετη έγνοια στη λίστα των ανησυχιών είναι το οτι οι δυνατότητες των κυβερνήσεων να συνεχίσουν τις δαπάνες είναι περιορισμένες. Πολλές παρέχουν στήριξη στα νοικοκυριά για την κάλυψη του κόστους ενέργειας αλλά δημιουργούν ανησυχίες για τη βιωσιμότητα του χρέους.
«Τα υψηλά επίπεδα δημοσίου χρέους μετά την πανδημική κρίση, σε συνδυασμό με τις σφιχτότερες συνθήκες χρηματοδότησης, περιορίζουν το εύρος των μέτρων δημοσιονομικής επέκτασης που δεν δημιουργούν κινδύνους για τη βιωσιμότητα του χρέους», αναφέρει η ΕΚΤ.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες αυξάνουν τον κίνδυνο μιας άτακτης προσαρμογής στις αγορές που μπορεί να έχει επιδράσεις στην υπόλοιπη οικονομία. Παρότι οι ανησυχίες για το ιδιωτικό χρέος των νοικοκυριών περιορίζονται κυρίως στα χαμηλού εισοδήματος στρώματα των δανειοληπτών, ένα γύρισμα στον κύκλο του real estate με πτώση των τιμών μπορεί να επιδεινώσει την κατάσταση.