Τα οπωροκηπευτικά στη Θεσσαλία καλύπτουν 28.000 στρέμματα, μόλις το 7,5% του συνόλου της εθνικής παραγωγής που φτάνει τα 371.000 στρέμματα. Από αυτά ελάχιστα έχουν πληγεί.
Επομένως; Πώς δικαιολογούνται ανατιμήσεις 40% και 50% σε πλειάδα κηπευτικών, ακόμη και σε λαϊκές αγορές της Αθήνας;
Αρκεί να σκεφτεί κανείς ότι με βάση τις δορυφορικές εικόνες του συστήματος Copernicus, τα καλλιεργούμενα στρέμματα στην Θεσσαλία που επλήγησαν δεν υπερβαίνουν τα 8.000. Και μάλιστα υπάρχουν προϊόντα, όπως η βιομηχανική ντομάτα, η οποία είχε συγκομιστεί σε ποσοστό 70% και φυσικά δεν προορίζεται για επιτραπέζια χρήση.
Δεν τα λέμε εμείς. Τα είπε σήμερα ο αρμόδιος υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Λευτέρης Αυγενάκης, ο οποίος μίλησε για αυθαίρετες αυξήσεις και αδιανόητη κερδοσκοπία στα οπωροκηπευτικά.
Ένα πρόβλημα δεν αρκεί να το διαπιστώνουμε, πρέπει και να αντιμετωπίζεται. Και ο υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης δεσμεύτηκε σχετικώς. Είπε ότι κάθε αύξηση σε τιμές οπωροκηπευτικών μόνο ως ξεκάθαρη αισχροκέρδεια σε βάρος των καταναλωτών μπορεί να χαρακτηριστεί και ως τέτοια θα αντιμετωπιστεί από την κυβέρνηση. Επομένως αναμένουμε να δούμε κινήσεις προς αυτή την κατεύθυνση.
Τούτο δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχει ακρίβεια στα τρόφιμα. Το αντίθετο. Οι καταστροφές έρχονται σε μια συγκυρία όπου ο πληθωρισμός καλπάζει παγκοσμίως στα τρόφιμα, έχουμε ανατιμήσεις στα καύσιμα, η κατάσταση στις εφοδιαστικές αλυσίδες παραμένει προβληματική, το ενεργειακό κόστος υψηλό και η έλλειψη εργατικών χεριών, αυξάνει τα κόστη. Σε ένα ήδη επιβαρυμένο περιβάλλον, προστίθενται και οι ζημιές στον κάμπο.
Και διανύουμε ούτως ή άλλως μια περίοδο έξαρσης του «πληθωρισμού της απληστίας», όπου οι ανατιμήσεις σε πάρα πολλά είδη ήταν υψηλότερες της αύξησης του κόστους των πρώτων υλών και της ενέργειας. Το διαπίστωσε πρόσφατα και η Επιτροπή Ανταγωνισμού.
Το πραγματικό επομένως ερώτημα δεν αφορά την έκταση των τωρινών ελλείψεων και της αισχροκέρδειας, όσο το πότε θα αποκατασταθούν οι καταστροφές στον κτηνοτροφικό τομέα και τις αγροτικές εκτάσεις, καθώς και τι πρόκειται να κάνει ευρύτερα η κυβέρνηση με το θέμα της ακρίβειας.
Ένα ερώτημα είναι πώς θα επηρεαστούν οι τιμές στο κρέας και τα γαλακτοκομικά. Στο κρέας, ναι μεν εκτιμάται ότι έχουν χαθεί περίπου 20.000 χοιρινά, 5.000 - 6.000 βοειδή, 50.000 πουλερικά και άγνωστος αριθμός αιγοπροβάτων (κάποιοι τα ανεβάζουν και στα 100.000), ωστόσο η κατανάλωση στην Ελλάδα αφορά, σε συντριπτικό ποσοστό, εισαγόμενο.
Στον αντίποδα, άγνωστο παραμένει το τι θα συμβεί με τα τυροκομικά και γαλακτοκομικά. Στον θεσσαλικό κάμπο παράγεται το 36% του αιγοπρόβειου και πάνω από το 25% του πρόβειου γάλακτος πανελλαδικά και λέγεται ότι έχουν υποστεί σοβαρές ζημιές πολλές μονάδες. Είναι πιθανό πολλές να χρειαστούν ένα και δύο χρόνια για να επανέλθουν σε λειτουργία. Επίσης, η εγχώρια παραγωγή, ούτως ή άλλως, δεν κάλυπτε την κατανάλωση και η Ελλάδα εισήγαγε ανέκαθεν ποσότητες από το εξωτερικό. Τώρα, οι εισαγωγές αυτές θα αυξηθούν. Ήδη, οι επιχειρηματίες σπεύδουν να αναζητήσουν πρώτες ύλες από άλλες πηγές.
Στους παράγοντες που ενίσχυαν αυξητικά σενάρια τιμών, ήταν ασφαλώς το μεταφορικό κόστος. Καθώς κεντρικοί οδικοί άξονες της χώρας παρέμεναν κλειστοί, όπως και το σιδηροδρομικό δίκτυο, οι χρόνοι μεταφοράς αυξήθηκαν. Και μπορεί η Μακεδονία να συνεισφέρει στην κάλυψη της τροφοδοσίας των μεγάλων αστικών κέντρων, ωστόσο ένα φορτίο από τις Σέρρες στην Αθήνα ήθελε κανονικά για να παραδοθεί 7-8 ώρες και σήμερα φτάνει σε 12 ώρες. Ένα φορτίο για τη διαδρομή Θεσσαλονίκη – Αθήνα ή το αντίστροφο, κόστιζε 500-600 ευρώ, όταν σήμερα λόγω της μεγαλύτερης διαδρομής έχει φτάσει στα 800- 900 ευρώ.
Το πρόβλημα ωστόσο ήταν συγκυριακό. Το μεσημέρι της Παρασκευής ανακοινώθηκε ότι άνοιξε η εθνική οδός Αθηνών - Θεσσαλονίκης για οχήματα βάρους έως και 3,5 τόνων.
Στην πραγματικότητα, ένα μέρος των ανατιμήσεων είναι πραγματικό και δικαιολογείται από τις ζημιές, τις ελλείψεις και την αύξηση του μεταφορικού κόστους και ένα άλλο μέρος, όχι, λένε στο Liberal οι συνομιλητές μας, όπως ο οικονομολόγος Παναγιώτης Πετράκης. Αναμφίβολα θα υπάρξουν αυξητικές επιδράσεις, οι οποίες όμως μπορεί να είναι πρόσκαιρες και δεν δικαιολογούνται κατακλυσμιαίες επιπτώσεις στις τιμές. Ούτε καταλυτική διαταραχή στα ζητήματα προσφοράς και ζήτησης πολλών τροφίμων.
Στον κτηνοτροφικό τομέα, το πραγματικό πρόβλημα δεν αφορά στις υφιστάμενες απώλειες. Το μεγάλο στοίχημα είναι κατά πόσο θα στηριχθούν οι παραγωγοί και επιχειρηματίες, ώστε να συνεχίσει ο χώρος να είναι παραγωγικός και τα επόμενα χρόνια. Στα χοιρινά, όπου ο κάμπος συμμετέχει με 16% στην εθνική παραγωγή, υπολογίζεται ότι έχουν χαθεί τουλάχιστον 20.000, απώλεια που μπορεί να μην είναι καταλυτική, ωστόσο έρχεται να προστεθεί σε ένα ευρύτερο πρόβλημα με ελλείψεις χοιρινού κρέατος στην Ευρώπη.
Οι μεγάλες ανατιμήσεις στα σιτηρά και τις ζωοτροφές, όπως και της ενεργείας τα δύο τελευταία χρόνια, έπληξαν πολύ την παραγωγή χοιρινού πανευρωπαϊκά, πρόβλημα που έγινε αισθητό και στην Ελλάδα.
Στα αιγοπρόβατα, όπου ο θεσσαλικός κάμπος παράγει το 36% της εθνικής παραγωγής, υπολογίζεται ότι έχουν χαθεί πολλές δεκάδες χιλιάδες, με τις πληροφορίες να είναι αντικρουόμενες και χωρίς να έχουν αποκαλυφθεί στο σύνολο τους οι απώλειες. Το θέμα εδώ δεν αφορά μόνο τα δηλωμένα ζώα, όπου κάποιοι ανεβάζουν τις απώλειες σε 45.000, αλλά και τα δεκάδες χιλιάδες οικόσιτα, που αποτελούν βασικό τμήμα της αγροτικής οικονομίας της υπαίθρου, και για τα οποία ουδείς γνωρίζει ακριβείς αριθμούς.
Στα βοοειδή λέγεται ότι έχουν χαθεί πάνω από 5.000, ποσότητα που αφορά μικρο ποσοστό της ελληνικής παραγωγής- πόσο μάλλον όταν η κατανάλωση στην Ελλάδα αφορά εισαγόμενο κρέας – χωρίς αυτό να υποτιμά την καταστροφή, η οποία προστίθεται σε μια επίσης επιβαρυμένη κατάσταση.
Εκτός από την απώλεια του ζωικού κεφαλαίου έχουν χαθεί και εγκαταστάσεις, γεγονός που σημαίνει ότι θα είναι προβληματική η παραγωγή και στο μέλλον. Και σίγουρα λόγω των ζημιών στις αποθήκες ζωοτροφών έχουμε αφενός απώλεια ποσοτήτων, αφετέρου υποβάθμιση της ποιότητας, που και αυτό θα επιβαρύνει την παραγωγή των κτηνοτροφικών προϊόντων.
Όλα αυτά σημαίνουν καταρχήν ότι η καταγραφή και αποζημίωση πρέπει να είναι άμεση, ώστε οι μονάδες και οι παράγωγοι να συνεχίσουν να παράγου, ώστε να μην εγκαταλείψουν τα χωριά στις πιο επιβαρυμένες περιοχές με τις μεγαλύτερες καταστροφές