Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Τα ελληνικά ομόλογα είναι σήμερα ίσως τα πιο ελκυστικά στον κόσμο για όσους αναζητούν υψηλές αποδόσεις και σχετική ασφάλεια. Και αυτό γιατί είναι τίτλοι μιας χώρας της Ευρωζώνης η οποία βρίσκεται σε φάση ανάκαμψης σε μία συγκυρία που επιτρέπει την εκτίμηση ότι θα επιταχυνθούν οι μεταρρυθμίσεις καθώς πλησιάζουν οι εκλογές. Το Grexit έχει ξεχαστεί, οι σχέσεις με την Κομισιόν είναι… καλύτερες από ποτέ και τα σοβαρά εμπόδια που αντιμετωπίζουν οι επενδύσεις στη χώρα αναμένεται να αρθούν από την επόμενη κυβέρνηση.
Οι επενδυτές που επιλέγουν την ασφάλεια της Ευρωζώνης σε σύγκριση με αναδυόμενες αγορές και όσοι παρακολουθούν τα τεκταινόμενα και τοποθετούνται σε ευρωπαϊκά assets βλέπουν 14 χώρες-μέλη να δανείζονται με αρνητικά επιτόκια και τον Μάριο Ντράγκι να αναβάλλει επ' αόριστον την αύξηση των επιτοκίων της ΕΚΤ. Συνεπώς, δεν προκαλεί μεγάλη έκπληξη το γεγονός ότι η απόδοση του 3,32% που δίνει το ελληνικό 10ετές προσελκύει το ενδιαφέρον, ενώ η αναμενόμενη πολιτική αλλαγή και η σημαντική μείωση του πολιτικού κινδύνου βελτιώνουν τη σχέση απόδοσης-ρίσκου.
Όπως σημειώνει η Alpha Bank στο τελευταίο Δελτίο Οικονομικών Εξελίξεων, ο εκλογικός κύκλος τον οποίο διάγει η χώρα δε λειτουργεί αποσταθεροποιητικά στην παρούσα κατάσταση, καθώς η ευστάθεια του πολιτικού συστήματος επιτρέπει την αισιόδοξη εκτίμηση ότι οι αναγκαίες μεταρρυθμίσεις θα συνεχισθούν απρόσκοπτα. Αυτό σημαίνει ότι οι αγορές δεν φοβούνται ούτε την αντιστροφή των μεταρρυθμίσεων έως τις κάλπες ούτε το αποτέλεσμα των εκλογών.
Έτσι, λοιπόν, αναμένεται σύντομα περαιτέρω αναβάθμιση της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας αρχής γενομένης από την S&P, η ετυμηγορία της οποίας θα ανακοινωθεί την Μ. Παρασκευή 26 Απριλίου. Η εξέλιξη αυτή θα φέρει τα ελληνικά ομόλογα πιο κοντά στην «επενδυτική βαθμίδα» που συνεπάγεται πρόσβαση σε μεγάλα επενδυτικά κεφάλαια και σε αγορές με πολύ φθηνότερα επιτόκια.
Για να φτάσουμε ωστόσο, στο επίπεδο χωρών όπως η Ολλανδία που δανείζεται με αρνητικά επιτόκια έως και για 7 χρόνια, η Σλοβακία και η Σλοβενία που δανείζονται για 5 χρόνια χωρίς τόκο ή ακόμη και η Λετονία ή η Λιθουανία που δεν έχουν αρνητικά επιτόκια αλλά βρίσκονται πολύ κοντά στο μηδέν, ο δρόμος είναι μακρύς. Αν μας αναβαθμίσει η S&P κατά μία βαθμίδα, από «Β+» σε «ΒΒ-», τότε θα απέχουμε μόλις τρία σκαλιά από την «επενδυτική βαθμίδα» (με βάση την αξιολόγηση των Fitch, S&P) όμως μέσα στο 2019 απομένει μόνο μία επανεξέταση της πιστοληπτικής μας αξιολόγησης από κάθε οίκο. Το πόσο γρήγορα θα κινηθούν οι οίκοι και το κατά πόσο θα αποφασίσουν έκτακτες αναβαθμίσεις θα κριθεί από αποτέλεσμα των βουλευτικών εκλογών και από τις πρώτες απτές ενδείξεις της νέας κυβέρνησης για το οικονομικό της πρόγραμμα, τις ιδιωτικοποιήσεις και την προσέλκυση επενδύσεων.
Στο μεταξύ, η Capital Economics εκτιμά ότι η ΕΚΤ θα αρχίσει εκ νέου να αγοράζει κρατικά ομόλογα μέσα στο 2020. Όμως για να ωφεληθεί η Ελλάδα από ένα νέο γύρο ποσοτικής χαλάρωσης θα πρέπει να διαθέτει και την ανάλογη πιστοληπτική ικανότητα, να έχει ξεφύγει δηλαδή από την κατηγορία «junk». Αν όπως είχε εκτιμήσει ο διοικητής της Τράπεζα της Ελλάδος, κ. Γιάννης Στουρνάρας, η Ελλάδα αποκτήσει αξιολόγηση «επενδυτική βαθμίδα» (από ΒΒΒ- και πάνω) μέσα στον επόμενο χρόνο, τότε η ένταξη των ελληνικών ομολόγων σε ένα νέο QE θα επιφέρει ραγδαία αποκλιμάκωση των αποδόσεων και σύγκλιση με την υπόλοιπη Ευρώπη.
Σήμερα, η Κύπρος δανείζεται για 10 χρόνια με 1,49% και η Πορτογαλία με 1,18% ενώ τα ομόλογα της χώρας της Ιβηρικής εμφανίζουν αρνητικές αποδόσεις μέχρι και τα 3 χρόνια. Στη χειρότερη θέση βρίσκεται ίσως η Ιταλία η οποία παρά το γεγονός ότι αποτελεί την τρίτη μεγαλύτερη οικονομία στην Ευρώπη και μία από τις ισχυρότερες στον κόσμο βλέπει τα επιτόκια δανεισμού για 10 χρόνια να διατηρούνται πάνω από το 2,6%.
Οι επενδυτές πληρώνουν τη Γερμανία για να αγοράσουν τα ομόλογά της με το 10ετές να επιστρέφει σε αρνητικό έδαφος για πρώτη φορά από το 2016, ενώ Φινλανδία, Ιρλανδία, Αυστρία, Βέλγιο, Ολλανδία και Γαλλία εμφανίζουν αρνητικές αποδόσεις έως και τα 5ετή ομόλογα. Όλες οι χώρες της Ευρωζώνης βρίσκονται σε επενδυτική βαθμίδα ενώ η αξιολόγηση της Ελλάδας είναι εφάμιλλη με της Αλβανίας και χαμηλότερη από της Βουλγαρίας.