Η ψήφος υπέρ της αποχώρησης της Μεγάλης Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση ενδέχεται να έχει σημαντικά αρνητικές συνέπειες στην ευρωζώνη, επιβαρύνοντας τις ήδη θολές προοπτικές ανάπτυξης, ανέφεραν τα πρακτικά της συνεδρίασης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας στις 2 Ιουνίου, λίγο πριν το βρετανικό δημοψήφισμα.
Οι επικεφαλής χάραξης πολιτικής της Τράπεζας κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι η ανάπτυξη έχει επηρεαστεί αρνητικά από το ασθενές εξωτερικό (οικονομικό) περιβάλλον, ιδιαίτερα στις αναδυόμενες αγορές, καθώς και τη συνεχιζόμενη απομόχλευση των επιχειρήσεων της ευρωζώνης, ενώ οι κίνδυνοι διατηρούνται σε αρνητική δυναμική, απαιτώντας αυξημένη προσοχή.
Επιπλέον, υιοθετώντας έναν επιφυλακτικό τόνο, όπως και η Κεντρική Τράπεζα των ΗΠΑ (Fed) μια ημέρα νωρίτερα, η ΕΚΤ σημείωνε ότι θα χρειαζόταν χρόνος ώστε να φανούν πλήρως τα αποτελέσματα του νέου προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, το οποίο είχε παρουσιαστεί αλλά δεν είχε ξεκινήσει η εφαρμογή του ακόμα, ιδιαίτερα σχετικά με τις αγορές εταιρικών ομολόγων και το νέο γύρο φθηνών δανείων.
Σχετικά με το Brexit, τα πρακτικά της ΕΚΤ αναφέρουν ότι εφόσον θα επικρατούσε η ψήφος «Εξόδου», τότε «ενδέχεται να υπάρξουν σημαντικά αρνητικές επιπτώσεις στην ευρωζώνη -αν και είναι δύσκολο να προβλεφθούν- σε διάφορους τομείς, συμπεριλαμβανομένων του εμπορίου και των χρηματοπιστωτικών αγορών.
Για την ΕΚΤ, ένα από τα πιο πιεστικά θέματα ίσως είναι η στροφή των επενδυτών μετά το βρετανικό δημοψήφισμα προς τα κρατικά ομόλογα με πολύ υψηλό αξιόχρεο, κάτι που περιορίζει τα διαθέσιμα ομόλογα για αγορά από την Τράπεζα στο πλαίσιο του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης, ύψους 1,74 τρισ. ευρώ, που εφαρμόζει.
Συγκεκριμένα, σχεδόν το ένα τρίτο των κρατικών ομολόγων της Ευρωζώνης δεν είναι πλέον επιλέξιμα για αγορά από την ΕΚΤ, καθώς οι αποδόσεις τους είναι χαμηλότερες από το επιτόκιο αποδοχής καταθέσεων που χρησιμοποιεί (-0,4).