Το πρόγραμμα δεν βγαίνει...

Το πρόγραμμα δεν βγαίνει...

Του Κωνσταντίνου Μαριόλη

«Ο στόχος για πρωτογενή πλεονάσματα διαρκείας μετά το 2018 της τάξης του 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι ρεαλιστικός και οι αναβολές σε μια οριστική ρύθμιση του χρέους της χώρας τροφοδοτούν την αβεβαιότητα».

Σε κλισέ... τείνει να εξελιχθεί η φράση που περιέχεται στην τριμηνιαία έκθεση του Γραφείου Προϋπολογισμού της Βουλής, καθώς όλο και περισσότερες αναλύσεις καταλήγουν στο ίδιο συμπέρασμα: Ότι το πρόγραμμα υπό την παρούσα μορφή και το υφιστάμενο μείγμα πολιτικής δεν βγαίνει, ενώ οι «υποσχέσεις» για την αναδιάρθρωση του χρέους το 2018 δεν συμβάλλουν στη βελτίωση του κλίματος.

Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η χώρα βρίσκεται αντιμέτωπη με τον ίδιο φαύλο κύκλο που την κρατάει τόσα χρόνια εγκλωβισμένη στην ύφεση. Όσο οι στόχοι δεν επιτυγχάνονται τόσο εφαρμόζονται νέα μέτρα λιτότητας που μόνο αρνητικές επιπτώσεις έχουν στην πραγματική οικονομία και στην κοινωνία.

Ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα και η ελάφρυνση του δημόσιου χρέους αποτελούν τα δύο πιο κρίσιμα ζητήματα για την πορεία της ελληνικής οικονομίας. Η ελληνική πλευρά έχει δώσει συνέχεια στη συζήτηση - που πρώτο άνοιξε το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο - για το πρωτογενές πλεόνασμα, με τον διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννη Στουρνάρα να χαρακτηρίζει τον στόχο μη ρεαλιστικό και κοινωνικά ανέφικτο, προτείνοντας τη μείωσή του στο 2%, γεγονός που σύμφωνα με τον ίδιο θα επιτρέψει ένα πιο ισορροπημένο μείγμα οικονομικής πολιτικής.

Την περασμένη Δευτέρα, η υπεύθυνη αναλύτρια της Moody''s για την αξιολόγηση της Ελλάδας, Alpona Banerji, σε αποκλειστική της συνέντευξη στο Liberal δήλωσε στο ίδιο μήκος κύματος: «Από το 2018 και μετά και για 10 χρόνια, ο στόχος για το πρωτογενές πλεόνασμα είναι στο 3,5%. Ωστόσο, κατά την άποψή μας, η πιθανότητα η κυβέρνηση να καταφέρει να διατηρήσει πρωτογενή πλεονάσματα σε αυτό το επίπεδο είναι μικρή. Και αυτό γιατί εκτιμούμε ότι μεσοπρόθεσμα η ανάπτυξη θα διατηρηθεί χαμηλότερα από το μέσο όρο του 2,7% που είναι η παραδοχή του προγράμματος, ενώ οι πολιτικές και κοινωνικές εντάσεις που σχετίζονται με τη συνεχιζόμενη λιτότητα θα συνεχίσουν να προστίθενται στους παράγοντες που δυσκολεύουν την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων».

Με άλλα λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται ένα... θαύμα. Μικρό ή μεγάλο, δεν παύει να είναι θαύμα. Να εφαρμοστούν, δηλαδή, κατά γράμμα τα σκληρά μέτρα του προγράμματος, την ίδια ώρα να μην υπάρξει πρόβλημα με την κυβερνητική πλειοψηφία και η χώρα να βρει το δρόμο προς την ανάπτυξη, επιτυγχάνοντας μέσο ετήσιο ρυθμό της τάξης του 2,7%. Και όλα αυτά χωρίς να έχει διευθετηθεί το ζήτημα του χρέους, που όποια κι αν είναι η ελάφρυνση μόνο θετικά μπορεί να επηρεάσει το κλίμα. Είναι, λοιπόν, θαύμα να γίνουν όλα αυτά που στο παρελθόν δεν έχουν γίνει και να έχουν και θετικό αποτέλεσμα, όταν γνωρίζουμε εκ των προτέρων ότι πολλά μέτρα είναι υφεσιακά, επιβαρύνοντας την οικονομία με 3 μονάδες του ΑΕΠ. Αυτό σημαίνει ότι για να πετύχουμε ανάπτυξη ξεκινάμε από το -3%.

Η διελκυστίνδα ΔΝΤ - Ευρώπης για το χρέος

Η έναρξη των συζητήσεων για το χρέος τοποθετούνται στα μέσα του 2018, ήτοι μετά τη λήξη του τρέχοντος προγράμματος, υπό την προϋπόθεση βέβαια ότι θα έχουν εφαρμοστεί πιστά όλες οι προβλεπόμενες μεταρρυθμίσεις. Και μέχρι τότε τι γίνεται; Θα μπορέσει η ελληνική οικονομία να ορθοποδήσει αν δεν υπάρξει σημαντική βελτίωση των συνθηκών;

Το ΔΝΤ δείχνει να έχει συμφωνήσει με τους Ευρωπαίους επί της αρχής σε μία αναδιάρθρωση του ελληνικού χρέους, χωρίς «κούρεμα» στην ονομαστική αξία. Όμως ο κρίσιμος παράγοντας για την Ελλάδα είναι ο χρόνος. Οι χθεσινές δηλώσεις του υπουργού Οικονομικών των ΗΠΑ, Jack Lew, υποδεικνύουν ότι θα μπορούσε να υπάρξει αλλαγή στο... χρονοδιάγραμμα της ελάφρυνσης, ωστόσο σταθερά στην εξίσωση αποτελεί η πιστή εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.

Από τη μία πλευρά, δηλαδή, οι ΗΠΑ αναγνωρίζουν τον σημαντικό ρόλο της Ελλάδας – λόγω των εξελίξεων στην Τουρκία και του προσφυγικού - αλλά και την αναγκαιότητα αναδιάρθρωσης του χρέους. Από την άλλη, προχωρούν στις συνηθισμένες πλέον συστάσεις και παροτρύνσεις για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Ο Αμερικανός ΥΠΟΙΚ τόνισε ότι οι Έλληνες ηγέτες θα πρέπει να αναλάβουν μεγαλύτερη πρωτοβουλία ως προς την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων, παράλληλα με το όποιο πρόγραμμα αναδιάρθρωσης χρέους. Σύμφωνα με πηγές που έχουν γνώση των συζητήσεων που διεξάγονται σε διεθνές επίπεδο, η λέξη-κλειδί στις δηλώσεις του κ. Lew, που θα μπορούσε να αλλάξει τις ισορροπίες, είναι η λέξη «παράλληλα».

Οι ίδιες πηγές αναφέρουν ότι δεν θα πρέπει να αποκλειστεί μία στροφή των πιστωτών στην αντιμετώπιση του ελληνικού χρέους που θα επιταχύνει τις εξελίξεις. Η στροφή αυτή δεν θα πρέπει να αναμένεται πριν υπάρξει από ελληνικής πλευράς ξεκάθαρη πολιτική βούληση για την εφαρμογή των μέτρων και ταυτόχρονα αν δεν περιοριστεί σημαντικά ο παράγοντας του πολιτικού ρίσκου. Και όπως οι ίδιες πηγές σημειώνουν, οι προϋποθέσεις συνεπάγονται ότι δύσκολα θα υπάρξει ορατότητα στο θέμα του χρέους πριν τα τέλη του έτους.

Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα καλείται να περάσει με επιτυχία τη δεύτερη αξιολόγηση του προγράμματος, όπου οι δανειστές αναμένουν την εφαρμογή των μέτρων που αφορούν στα εργασιακά, με ότι επιπτώσεις θα έχουν αυτά στην κοινωνία. Από κει και πέρα, τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και το ΔΝΤ θα διενεργήσουν ξεχωριστές αναλύσεις για τη βιωσιμότητα του ελληνικού χρέους, αν και οι θέσεις του Ταμείου είναι πιο ξεκάθαρες.

Οι «εξετάσεις» κυρίως της κυβέρνησης αλλά και της ελληνικής οικονομίας το επόμενο εξάμηνο και οι εξελίξεις σε όλα τα ανοικτά για την Ευρώπη θέματα είναι πολύ πιθανό να φέρουν εξελίξεις στις αρχές του 2017. Το αρνητικό της υπόθεσης είναι ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο, κανείς μέχρι στιγμής δεν έχει «τολμήσει» να αγγίξει το θέμα των δυσβάσταχτων μέτρων που καλούνται να σηκώσουν οι Έλληνες πολίτες πριν το 2018.