Ο κλαδικός δείκτης που μετράει τις μεταβολές των τιμών στα τρόφιμα, στα ποτά και στα τσιγάρα, εμφάνισε αύξηση 1,3% τον Ιούνιο και αυτή είναι η μικρότερη μεταβολή που έχει καταγραφεί από τον Ιούνιο του 2021 δηλαδή από το ξέσπασμα της πληθωριστικής κρίσης.
Τι σημαίνει όμως αυτή η εξέλιξη; Απλώς ότι πατιέται «φρένο» στον ρυθμό ανατιμήσεων τουλάχιστον προς το παρόν. Τίποτα περισσότερο.
Ο καταναλωτής δεν «μετράει» πληθωρισμό (δηλαδή ρυθμό μεταβολής της τιμής) αλλά ύψος λογαριασμού στο supermarket. To «λίγο ακριβότερα» του Ιουνίου (σ.σ το ποιο ακριβώς είναι το ποσοστό μεταβολής στα βασικά τρόφιμα θα φανεί σε λίγες ημέρες από τα στοιχεία της Ελληνικής Στατιστικής Αρχή) δεν συνιστά βελτίωση της κατάστασης για τα νοικοκυριά.
Πολιτικά, επιτρέπει βέβαια στην κυβέρνηση να μιλήσει για «αντιμετώπιση» του φαινομένου όμως το πραγματικό πρόβλημα παραμένει: η μέση τιμή του καλαθιού του νοικοκυριού είναι 30-35% υψηλότερη συγκριτικά με το καλοκαίρι του 2021 όταν στο ίδιο χρονικό διάστημα το μέσο εισόδημα δεν έχει ανέβει πάνω από 15-16%.
Αυτό είναι το πραγματικό πρόβλημα των νοικοκυριών: ότι ο λογαριασμός του σούπερμαρκετ έχει ανέβει με διπλάσιο ρυθμό από το εισόδημα και για να διορθωθεί αυτή η κατάσταση απαιτούνται ενέργειες και στα δύο «μέτωπα»:
1. Να αυξηθεί το πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα. Αυτό σημαίνει αυξήσεις για τους ήδη εργαζόμενους (και όχι μόνο γι’ αυτούς που εισπράττουν τον κατώτατο μισθό) αλλά και αύξηση του αριθμού των εργαζομένων. Αν προστεθεί εργαζόμενο μέλος στο νοικοκυριό, ανεβαίνει το οικογενειακό εισόδημα και μειώνεται το αίσθημα της ακρίβειας. Γι’ αυτό και έχει ανοίξει η συζήτηση το τελευταίο διάστημα για μείωση του οικονομικά μη ενεργού πληθυσμού και για αύξηση του οικονομικά ενεργού πληθυσμού. Αν ο 60άρης συνταξιούχος βρει μια απασχόληση, θα βελτιώσει το εισόδημά του (ειδικά τώρα που καταργήθηκε η ποινή της περικοπής της σύνταξης) και θα αντιμετωπίσει ευκολότερα τον λογαριασμό του supermarket. To ίδιο και ο νέος που σπουδάζει, το ίδιο και η γυναίκα που δεν μπαίνει στη διαδικασία αναζήτησης δουλειάς.
2. Να πέσουν οι τιμές. Αυτό είναι και το ζητούμενο για βασικές κατηγορίες τροφίμων. Το λάδι δεν πρέπει να μείνει στα 13-14 ευρώ το κιλό. Το ίδιο ισχύει και για τα τυροκομικά, ή και για άλλα βασικά είδη. Εκεί θα επικεντρωθεί η προσπάθεια του υπουργείου Ανάπτυξης το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα.