Τα τελευταία χρόνια, με αφορμή τις αλλεπάλληλες κρίσεις, παρατηρώ με ανησυχία τη μονιμοποίηση μιας κατεξοχήν έκτακτης πολιτικής. Αναφέρομαι στην επιδοματική πολιτική.
Σκοπός της επιδοματικής πολιτικής είναι η εφαρμογή στοχευμένων δράσεων προς όφελος των πιο ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Σε περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης, η παροχή επιδομάτων μπορεί πράγματι να επουλώσει κοινωνικά προβλήματα. Η μονιμότητά τους, όμως, βλάπτει σοβαρά την Οικονομία. Θα εξηγήσω γιατί.
Πρώτα - πρώτα η «επιδοματοποίηση» της κοινωνικής πολιτικής αλλοιώνει τον χαρακτήρα της. Το σύστημα κοινωνικής προστασίας, παρά τις συνεχείς μεταρρυθμίσεις που έχουν γίνει στη διάρκεια της τελευταίας επταετίας 2016-22, συνεχίζει να είναι πολύ κατακερματισμένο ως προς τις κατηγορίες και τον αριθμό των επιδομάτων, με σημαντική διασπορά των πόρων και συχνά με μικρά στοχευμένα οφέλη δεδομένου ότι το ποσοστό φτώχειας παραμένει εξαιρετικά υψηλό στην Ελλάδα.
Οι εφάπαξ ενισχύσεις ή οι παροχές σε είδος (μειώσεις στο τιμολόγιο του ηλεκτρικού ρεύματος, επιδόματα στέγης, κοινωνικά μερίσματα, επιδόματα θέρμανσης, νησιωτικές παροχές κ.λπ.) σκοπεύουν να βελτιώσουν την κατάσταση νοικοκυριών που έχουν συστηματικά χαμηλή ευημερία ή αντιμετωπίζουν μια έκτακτη ανάγκη.
Συναφώς, βασικό κριτήριο για την παροχή επιδομάτων τίθεται αρχικά το χαμηλό εισόδημα. Σε μια χώρα, όμως, με εκτεταμένη φοροδιαφυγή, υπάρχει προφανές και δομικό πρόβλημα στην εφαρμογή. Πολλά από τα νοικοκυριά που δηλώνουν χαμηλά εισοδήματα πράγματι βρίσκονται σε δυσχερή θέση, όμως, πολλά άλλα απλώς δεν δηλώνουν τα πραγματικά τους εισοδήματα.
Όταν, λοιπόν, ένα νοικοκυριό που δεν κρύβει εισοδήματα επιβαρύνεται φορολογικά για να επιδοτηθεί ένα άλλο που κρύβει εισοδήματα, υπάρχει μείζον ζήτημα αναποτελεσματικότητας της δαπάνης όσο και κοινωνικής αδικίας. Ανάλογα ισχύουν για επιχειρήσεις που μπορεί να κρύβουν κέρδη και να διεκδικούν στήριξη με διάφορους τρόπους για να συνεχίσουν τη λειτουργία τους, ενώ άλλες φορολογούνται κανονικά. Δηλαδή, για να είναι αποτελεσματική η επιδοματική πολιτική, θα πρέπει να συνδυάζεται με ένα φορολογικό σύστημα που δεν θα δημιουργεί περισσότερα προβλήματα από όσα λύνει.
Οι φορολογικές και ασφαλιστικές επιβαρύνσεις πρέπει να εκλογικευτούν, ώστε να μη λειτουργούν σαν κίνητρα φοροδιαφυγής και μετάβασης στο «μαύρο» τομέα της οικονομίας. Επιπλέον, η επί μακρόν διατήρηση των επιδομάτων και όχι η ένταξή τους σε μια μακροπρόθεσμη στρατηγική κοινωνικής προστασίας, ενέχει τον κίνδυνο να επηρεάσει τα κίνητρα για δημιουργία, να δημιουργήσει εθισμό στην εξάρτηση από το κράτος και, τελικά, να παγιδεύσει τα νοικοκυριά σε χαμηλή ευημερία και τις επιχειρήσεις σε χαμηλή παραγωγικότητα.
Επίσης, υπάρχει κίνδυνος, ο μεγάλος αριθμός επιδομάτων να δημιουργήσει στρεβλώσεις στον μηχανισμό των τιμών και ενδεχομένως να δώσει λάθος μηνύματα σε καταναλωτές και παραγωγούς. Με το market pass, για παράδειγμα, το οποίο παίρνουν οκτώ στους δέκα πολίτες, οι καταναλωτές ενδέχεται να θεωρούν ότι οι τιμές στα αγαθά είναι χαμηλότερες. Αντίστοιχα, οι παραγωγοί δεν έχουν κίνητρα να συνεχίσουν να συμπιέζουν τα κόστη τους, ή/και να στρέφουν το ενδιαφέρον τους στην παραγωγή διεθνών εμπορεύσιμων αγαθών από τη στιγμή που θα γνωρίζουν ότι οι καταναλωτές συνεχίζουν την κατανάλωση.
Έτσι όμως συντηρείται ο πληθωρισμός χωρίς να αντιμετωπίζεται το μείζον ζήτημα της αύξησης των εξαγωγών και, στο βαθμό που είναι εφικτό, της μείωσης το εισαγωγών. Αυτό που έχει ανάγκη η ελληνική οικονομία είναι η μείωση της εξάρτησης από εισαγωγές και η αύξηση των εξαγωγών. Μια πολιτική επιδομάτων, η οποία στηρίζεται σε μορφή voucher ή pass σε προϊόντα και υπηρεσίες που είτε είναι εισαγόμενα είτε η παραγωγή τους είναι καθόλα εξαρτημένη από εισαγωγές, όχι μόνο δεν μειώνει τις αδυναμίες του ελληνικού παραγωγικού μοντέλου (δίδυμα ελλείμματα, δραματική υπερχρέωση και φθηνή εργασία), αλλά οδηγεί και τις ιδιωτικές επιχειρήσεις μακριά από την παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών, επωφελούμενες από τη «δεδομένη ζήτηση» που προκύπτει μέσω τέτοιων επιδοματικών πολιτικών.
Ο ρόλος που έχουν στην περίπτωση αυτή οι εγχώριες επιχειρήσεις είναι κυρίως μεταπρατικός και όχι παραγωγικός. Τέλος, ο σχεδιασμός μιας μεσοπρόθεσμης στρατηγικής επιδοματικής πολιτικής πρέπει να λαμβάνει υπόψη τον περιορισμένο, λόγω κυρίως υψηλής υπερχρέωσης, δημοσιονομικό χώρο που διαθέτει η Ελλάδα στο παρόν και στο μέλλον.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η Ελλάδα έχει δώσει την τρίτη υψηλότερη στην Ευρωπαϊκή Ένωση στήριξη από τον προϋπολογισμό της για την ενεργειακή κρίση το 2022, περίπου 6% του ΑΕΠ. Η ανάγκη να διαφυλαχθούν οι πόροι του κράτους θα γίνει πολύ μεγαλύτερη από το 2024 και μετά, όταν κάθε χρόνο και για πολλά χρόνια, θα πρέπει να εκπληρώνονται αυστηροί δημοσιονομικοί στόχοι. Ήρθε η ώρα, λοιπόν, να τελειώνουμε με τις επιδοματικές πολιτικές.
* Ο Παναγιώτης Λιαργκόβας είναι Πρόεδρος του ΚΕΠΕ, μέλος της Συμβουλευτικής Επιτροπής Συμβουλίου Ανταγωνιστικότητας της Ελλάδας