Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Οι επιλογές του Αλ. Τσίπρα συντηρούν τον επενδυτικό αποκλεισμό της χώρας. Την ώρα που ο ίδιος ετοιμάζεται να δώσει… προεκλογικές υποσχέσεις από το βήμα της ΔΕΘ, το χρηματιστήριο χάνει τις 700 μονάδες. Σε επίπεδα κρίσης οι αποδόσεις των ομολόγων, τον αναγκάζουν να ξεχάσει την έξοδο στις αγορές όσο είναι πρωθυπουργός.
Αυτό σημαίνει ότι από τη στιγμή που οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων «απαγορεύουν» την έξοδο – με τις συνθήκες να αναμένεται να επιδεινωθούν τους επόμενους μήνες – μπορεί εύκολα να μοιράζει προεκλογικές παροχές και ελαφρύνσεις χωρίς να τον νοιάζει αν τα μηνύματα που στέλνει στις αγορές προκαλούν έκρηξη των επιτοκίων δανεισμού της χώρας.
Πως, όμως, είναι δυνατόν η χώρα μας να έχει βγει από τα μνημόνια και το επενδυτικό ενδιαφέρον να είναι χαμηλότερο από την εποχή της κρίσης; Γιατί το κεφαλαιακό «μαξιλάρι» που τόσο διαφήμιζε η κυβέρνηση δεν κάνει τους επενδυτές να τρέχουν να αγοράσουν ελληνικά ομόλογα και να προλάβουν τις ευκαιρίες που παρουσιάζει η Ελλάδα;
Φταίει το διεθνές περιβάλλον και η δυσμενής συγκυρία λόγω των ανησυχιών για τον εμπορικό πόλεμο, θα έλεγε κάποιο κυβερνητικό στέλεχος και στη συνέχεια θα διαβεβαίωνε ότι η επιστροφή στην κανονικότητα έχει ήδη ξεκινήσει. Παρ' όλα αυτά, οι αποδόσεις των ομολόγων κινούνται πλέον σταθερά πάνω από το 4,5%, αναγκάζοντας τον Αλέξη Τσίπρα όχι μόνο να μεταθέσει την πολυπόθητη επιστροφή στις αγορές, αλλά ενδεχομένως να την ξεχάσει εντελώς, αφού είναι πολύ πιθανό να μην είναι πρωθυπουργός όταν η Ελλάδα θα έχει τη δυνατότητα να προχωρήσει εκ νέου στην έκδοση ομολόγου.
Όπως εκτιμούν αναλυτές, σε συνδυασμό με τις υπόλοιπες εστίες αβεβαιότητας, το τέλος του QE θα… χτυπήσει σαν τυφώνας την ευρωπαϊκή αγορά ομολόγων και φυσικά οι πρώτοι τίτλοι που θα επηρεαστούν είναι των αδύναμων χωρών, ήτοι της Ελλάδας και της Ιταλίας. Σύμφωνα, μάλιστα, με τον Marc Chandler, παγκόσμιο επικεφαλής στρατηγικής συναλλάγματος της Brown Brothers Harriman, είναι πολύ πιθανό μέσα στους επόμενους 12-18 μήνες η απόδοση του ελληνικού 10ετούς να φτάσει έως και το 6% καθώς θα τελειώνει η εποχή του φθηνού χρήματος της ΕΚΤ.
Η εικόνα στο χρηματιστήριο και στα ομόλογα είναι κάτι παραπάνω από απογοητευτική και δείχνει ότι κανείς δεν πιστεύει ότι η παρούσα κυβέρνηση μπορεί να δώσει την ώθηση που χρειάζεται η οικονομία και να επαναφέρει τη χώρα στα προ κρίσης επίπεδα. Όλες οι τιμές είναι πολύ χαμηλά – πιο κάτω δεν πάει – κι όμως οι επενδυτές αποφεύγουν να αγοράσουν ελληνικές μετοχές, δεν αγγίζουν τα ελληνικά ομόλογα, ενώ «βλέπουν» μόνο κάποια distressed assets, όπως «κόκκινα» δάνεια, ακίνητα σε εξευτελιστικές τιμές και προβληματικές επιχειρήσεις.
Θα το πούμε για πολλοστή φορά. Το χρηματιστήριο βρίσκεται στις 700 μονάδες (σχεδόν στα μισά από το 2014) και τα ομόλογα στο 4,64%. Αν αυτά είναι επίπεδα εξόδου από την κρίση και επιστροφής στην ομαλότητα, τότε μάλλον θα πρέπει να συνηθίσουμε να ζούμε σε μία οικονομία που σέρνεται, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για τα διαθέσιμα εισοδήματα και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών.
Η λύση είναι η προσέλκυση επενδύσεων αλλά ποιος νοιάζεται; Η απόδοση του 10ετούς ομολόγου ξεπέρασε χθες το 4,64% που είναι το δεύτερο υψηλότερο επίπεδο του 2018, ενώ εκφράζονται φόβοι ότι μπορεί να κινηθούν ακόμη υψηλότερα αν ο Αλ. Τσίπρας αναφερθεί σε παροχές και ξήλωμα μεταρρυθμίσεων, δίνοντας άρωμα προεκλογικής περιόδου στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, το ερχόμενο Σαββατοκύριακο.
Υπενθυμίζεται ότι το χαμηλότερο επίπεδο στα χρόνια της κρίσης το είδαμε στις αρχές του έτους, όταν η αξιολόγηση ήταν βέβαιο ότι θα ολοκληρωθεί επιτυχώς και η κυβέρνηση ετοιμαζόταν για μία δοκιμαστική έξοδο. Τότε, το 10ετές υποχώρησε έως το 3,638%.
Τα πράγματα είναι πολύ απλά. Αν η Ελλάδα ήταν μία χώρα φιλική προς την επιχειρηματικότητα και τις επενδύσεις, με σταθερό φορολογικό σύστημα, μία χώρα που θα λειτουργούσε το κράτος δικαίου με τον βέλτιστο δυνατό τρόπο, τότε θα μπορούσε να «αποκρούσει» οποιαδήποτε αναταραχή στις διεθνείς αγορές. Η Πορτογαλία, για παράδειγμα, η οποία έχει βγει από το μνημόνιο από το 2014 αλλά κανείς δεν υποστηρίζει ότι έλυσε τα προβλήματά της ή ότι αποτελεί τον καλύτερο επενδυτικό προορισμό στον κόσμο, δανείζεται - στο ίδιο επενδυτικό περιβάλλον - για 10 χρόνια με επιτόκιο 1,86%.
Στη χώρα μας, μπορεί να έχει βελτιωθεί η μακροοικονομική (το ΑΕΠ αναπτύσσεται έστω αναιμικά) και δημοσιονομική (ισχυρά πρωτογενή πλεονάσματα και ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών) εικόνα, όμως τα προβλήματα παραμένουν. Όλοι συμφωνούν πως το θέμα της βιωσιμότητας του χρέους δεν έχει λυθεί οριστικά, ενώ η χώρα μας εμφανίζει το υψηλότερο ποσοστό «κόκκινων» δανείων και οι τράπεζες έχουν μπροστά τους έναν πολυετή Γολγοθά να ανέβουν.
Την ίδια ώρα, οι επιλογές της κυβέρνησης «ερεθίζουν» τις αγορές, όπως για παράδειγμα η τοποθέτηση του Μ. Καλογήρου στο υπουργείο Δικαιοσύνης, με τους FT να αναφέρουν χθες ότι ενισχύονται οι φόβοι για ανάμιξη της κυβέρνησης στο έργο της Δικαιοσύνης. Σκεφτείτε τι θα συμβεί αν ο Αλ. Τσίπρας επιδοθεί – όπως είναι το πιθανότερο – σε ένα κρεσέντο παροχολογίας και εύκολων υποσχέσεων από το βήμα της ΔΕΘ…