Την ανάδειξη της Ελλάδας ως ελκυστικού επενδυτικού προορισμού για τους διεθνείς επενδυτές και των ευκαιριών που προσφέρει επισήμανε ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ, κ. Ριχάρδος Λαμπίρης, σημειώνοντας ότι τη διετία 2020-2021 τρέχουν 10 ιδιωτικοποιήσεις και μέχρι τέλος έτους θα είναι 15.
Μιλώντας στο «Γερμανοελληνικό Οικονομικό Φόρουμ – Όραμα και Ευκαιρίες Επενδύσεων» που διεξάγεται στο Βερολίνο, ο κ. Λαμπίρης ανέφερε ότι «η Ελλάδα προσφέρει σημαντικές επενδυτικές ευκαιρίες τόσο μέσα από το πρόγραμμα αξιοποίησης της δημόσιας περιουσίας που υλοποιεί το ΤΑΙΠΕΔ όσο και πέραν αυτού».
«Η ελκυστικότητα των περιουσιακών στοιχείων που περιλαμβάνονται στο χαρτοφυλάκιο του ΤΑΙΠΕΔ συνδυάζεται με τη δυναμική της ανάπτυξης, καθώς εμπίπτουν στους πιο δυναμικούς τομείς της οικονομίας, όπως είναι η ενέργεια, οι υποδομές και ο τουρισμός», σημείωσε, προσθέτοντας ότι «δύο πολύ πρόσφατοι διαγωνισμοί του ΤΑΙΠΕΔ είχαν εξαιρετικά αποτελέσματα σε επίπεδο προσέλκυσης ενδιαφέροντος: 9 ενδιαφερόμενοι επενδυτές για τη ΔΕΠΑ Υποδομών, 10 για τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών».
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Λαμπίρης προέτρεψε τους ξένους επενδυτές να ξεπεράσουν πιθανούς ενδοιασμούς τους και να ενεργοποιηθούν εκ νέου με κεφάλαια σε στρατηγικές και αναπτυξιακές επενδύσεις στην Ελλάδα.
«Από την πλευρά μας, θα συνεχίσουμε να εργαζόμαστε για τη μεγιστοποίηση της αξίας των επενδύσεων για όλους τους ενδιαφερόμενους (stakeholders): Ελληνική Δημοκρατία, τοπικές κοινωνίες και βεβαίως τους επενδυτές», ενώ εξέφρασε την χαρά και την ικανοποίηση που υπάρχει όταν οι επενδυτές πετυχαίνουν.
Δυναμικοί κλάδοι της οικονομίας
Στο ερώτημα τι πρέπει να γίνει για να δούμε περισσότερες εταιρείες και επενδυτές στην Ελλάδα, ο κ. Λαμπίρης τόνισε ότι αρκεί να γνωρίσουν τις ιστορίες των Γερμανικών εταιρειών στην Ελλάδα που σχετίζονται με τις ιδιωτικοποιήσεις, με χαρακτηριστικά παραδείγματα την επένδυση της Deutsche Telekom στον ΟΤΕ, την Fraport στα 14 περιφερειακά αεροδρόμια, την Deutsche Invest Equity Partners (DIEP) στην κοινοπραξία που απέκτησε το 67% στο Λιμάνι της Θεσσαλονίκης.
Ακόμη, η συμμετοχή της Γερμανίας ως τιμώμενη χώρα στη φετινή Διεθνή Έκθεση της Θεσσαλονίκης θα βοηθήσει πάρα πολύ. «Ίσως εκεί που πρέπει να συνδράμουμε όλοι είναι να εξηγήσουμε καλύτερα στις γερμανικές επιχειρήσεις τι πραγματικά γίνεται αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα», σχολίασε σχετικά.
Κάνοντας αναφορά στους πιο δυναμικούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας, ο κ. Λαμπίρης τόνισε ότι ενεργειακή αγορά απελευθερώνεται και η κατασκευή έργων υποδομής, όπως αγωγοί φυσικού αερίου σε συνδυασμό με διεθνείς συμφωνίες έχουν καταστήσει την Ελλάδα ως ενεργειακό κέντρο στην Νοτιοανατολική Ευρώπη και ελκυστικό ενεργειακό επενδυτικό προορισμό.
«Οι μακροπρόθεσμες τάσεις ανάπτυξης του τουρισμού προάγουν τις συνεχείς επενδύσεις στον τομέα για την αναβάθμιση των τουριστικών εγκαταστάσεων και των υποδομών. Το ΤΑΙΠΕΔ διαθέτει ακίνητα στο χαρτοφυλάκιό του για την ανάπτυξη χρήσεων τουρισμού αλλά και για εμπορικές / ψυχαγωγικές / μικτές χρήσεις. Οι μεταφορές και τα logistics συγκαταλέγονται στους τομείς με τις υψηλότερες επενδύσεις, όπου το ΤΑΙΠΕΔ έχει πολλά αναπτυξιακά έργα υπό προετοιμασία, με 10 περιφερειακούς λιμένες στο χαρτοφυλάκιό του, οι οποίοι μπορούν να αναπτυχθούν σε κόμβους διαμετακομιστικού εμπορίου και μεταφορών ανάλογα με τα ειδικά χαρακτηριστικά του καθενός», σημείωσε χαρακτηριστικά.
Στην τοποθέτησή του υπογράμμισε ότι στην Ελλάδα ήδη λαμβάνονται πρωτοβουλίες για να μειωθούν οι φόροι, για να δοθούν κίνητρα για την ενίσχυση των επενδύσεων, για την απλοποίηση των διαδικασιών σε συνδυασμό με τον εξορθολογισμό της περιουσιακής βάσης και όλα αυτά με πολύ γρήγορους ρυθμούς.
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων
Ο διευθύνων σύμβουλος σε ένα σύντομο απολογισμό επισήμανε πως από την ίδρυση του το ΤΑΙΠΕΔ έχει ολοκληρώσει περίπου 50 έργα ιδιωτικοποιήσεων με έσοδα που φθάνουν τα 9 δισ. ευρώ και πολλαπλασιαστικό όφελος επιπλέον 20 δισ. ευρώ από μερίσματα, υποχρεωτικές επενδύσεις και πληρωμές παραχώρησης.
Το 2018 ήταν έτος-ρεκόρ για το πρόγραμμα του ΤΑΙΠΕΔ, έχοντας πετύχει λογιστικά έσοδα 2,15 δισ. ευρώ έναντι στόχου 2 δισ. ευρώ που είχε τεθεί και το 2019 ήταν έτος προετοιμασίας, καθώς τα περιουσιακά στοιχεία χρειάζονται ωρίμανση για να αξιοποιηθούν. «Τη διετία 2020-2021 έχουν τεθεί πολύ φιλόδοξοι στόχοι, καθώς αυτή τη στιγμή τρέχουν 10 ιδιωτικοποιήσεις και μέχρι τέλος έτους θα είναι 15», ανέφερε ο κ. Λαμπίρης.
Αξίζει να σημειωθεί ότι βρίσκεται σε εξέλιξη μελέτη από το ΙΟΒΕ σχετικά με την επίδραση των ιδιωτικοποιήσεων στην οικονομία της χώρας και τα πρώτα αποτελέσματα σχετικά με την επίδραση στο ΑΕΠ και τον πολλαπλασιαστή επενδύσεων είναι εντυπωσιακά, όπως ανέφερε ο κ. Λαμπίρης.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η Fraport που ξεκίνησε τον Απρίλιο του 2017 να διαχειρίζεται τα 14 περιφερειακά αεροδρόμια για να οποία πλειοδότησε σε διαγωνισμό του ΤΑΙΠΕΔ. Σε λιγότερο από 3 χρόνια και χωρίς να έχει ολοκληρώσει το επενδυτικό της πρόγραμμα είχαμε περίπου 33% παραπάνω αφίξεις και η αύξηση ήταν κυρίως από το εξωτερικό.
«Αυτή η επένδυση δημιουργεί σειρά συνεργειών», όπως επισήμανε ο κ. Λαμπίρης, «καθώς έχουμε 14 αεροδρόμια με βελτιωμένες υποδομές, που συνακόλουθα επιφέρει αύξηση επιβατικής κίνησης, η οποία με τη σειρά της γεννά την ανάγκη για αυξημένες τουριστικές υποδομές κοκ».
Ο Διευθύνων Σύμβουλος του ΤΑΙΠΕΔ έκανε ιδιαίτερη αναφορά στις πρωτοβουλίες που έχει αναλάβει το Ταμείο σχετικά με τη βιωσιμότητα (sustainability) των επενδύσεών του.
«Έχουμε πλέον εντάξει την αειφορία στο DNA μας και νομίζω ότι ο τρόπος που μελλοντικά θα γίνονται κάποιες ιδιωτικοποιήσεις θα αλλάξει. Όμως, οποιαδήποτε πρωτοβουλία πρέπει να γίνει προσεκτικά μελετημένη ώστε να είναι και οικονομικά βιώσιμη. Πιστεύουμε πολύ σε αυτό και για αυτό δουλεύουμε σε 3 άξονες: την ανταλλαγή τεχνογνωσίας μεταξύ των εταιρειών του χαρτοφυλακίου μας, την προσπάθεια να στρέψουμε τους επενδυτές σε πιο περιβαλλοντικά βιώσιμες λύσεις και την παρακολούθηση και αξιοποίηση της βιωσιμότητας του χαρτοφυλακίου μας».
Το ΤΑΙΠΕΔ διαθέτει επίσης, μια «After Sales Unit», τη Μονάδα Παρακολούθησης Συμβάσεων, η οποία αποσκοπεί στην παρακολούθηση των συμβατικών υποχρεώσεων των επενδυτών, προλαμβάνει ή και διορθώνει προβλήματα, βοηθάει τους επενδυτές στη συνεργασία τους με το Ελληνικό Δημόσιο και τέλος, προτείνει, με βάση την εμπειρία που έχει από άλλα έργα, βέλτιστες πρακτικές.