Οι τιμές των ακινήτων στην Αθήνα έχουν ανέβει κατά 19% σε σχέση με τα επίπεδα του 2019, ενώ δεν υποχώρησαν ούτε μέσα στην πανδημία. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Θεσσαλονίκη ξεπερνά το 14%, ενώ με δεδομένο ότι η επαρχία δεν έχει παρακολουθήσει σε τέτοιο βαθμό την άνοδο, ο μέσος όρος για την χώρα από το 2019 και μετά ανέρχεται στο 13,5%. Και λοιπόν;
Ένα είναι το ερώτημα για όσους παρακολουθούν από κοντά τις εξελίξεις στην κτηματαγορά, κατά πόσο βρισκόμαστε ήδη αντιμέτωποι με μια «φούσκα» στην αγορά. Προφανώς, και η όποια απάντηση θα έχει έντονο υποκειμενικό χαρακτήρα καθώς το που θα φτάσουν οι τιμές θα καθοριστεί μόνο με βάση τον νόμο της προσφοράς και της ζήτησης.
Γιατί να είναι «φούσκα» τα ακίνητα όταν ο δείκτης της Τράπεζας της Ελλάδας κυμαίνεται, παρά την άνοδο των τελευταίων ετών, στα επίπεδα όπου βρισκόταν και το 2012, όταν η χώρα ήταν στο χείλος του γκρεμού; Υπάρχουν ή δεν υπάρχουν περιθώρια ανάπτυξης όταν ο δείκτης της ΤτΕ υπολείπεται ακόμη 27%-30% σε σχέση με τα προ μνημονίων επίπεδα;
Στην παρούσα χρονική συγκυρία, υπάρχουν «καύσιμα» που συντηρούν την άνοδο των τιμών, ενώ όσο εμφανίζονται ενοικιαστές διατεθειμένοι να πληρώσουν υψηλότερα ενοίκια –αυξάνοντας αντίστοιχα τις αποδόσεις των ακινήτων- τόσο και οι τιμές πώλησης θα συνεχίσουν να ανεβαίνουν. Ποια είναι τα «καύσιμα»; Οι λιμνάζουσες καταθέσεις των δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ.
H διάθεση των τραπεζών να ενισχύσουν τις χορηγήσεις στεγαστικών δανείων σε μια συγκυρία μάλιστα όπου το χρήμα μπορεί να δοθεί με χαμηλό κόστος και χωρίς σοβαρό επιτοκιακό κίνδυνο από τη στιγμή που το κόστος μπορεί να «κλειδώσει» στο 3% ακόμη και για περισσότερα από 15 χρόνια. Στα καύσιμα, συγκαταλέγεται και η αύξηση της ζήτησης που προκάλεσε η ίδια η πανδημία. Όχι μόνο από την εγχώρια αγορά αλλά και από την διεθνή.
Ανεξάρτητα από το πώς θα κινηθεί ο μέσος δείκτης των τιμών σε πανελλαδικό επίπεδο, είναι δεδομένο ότι το επόμενο χρονικό διάστημα θα υπάρξουν περιοχές που θα υπεραποδόσουν. Η υλοποίηση των μεγάλων έργων, η περαιτέρω ανάπτυξη των μέσων σταθερής τροχιάς η άνοδος της τουριστικής αγοράς στην Ελλάδα, θα έχουν ως αποτέλεσμα να αναδειχθούν καινούργιες εστίες παραγωγής υπεραξιών στον χώρο του real estate.
Δεν περνά απαρατήρητο ότι η επαρχία αλλά και αρκετές περιοχές στο λεκανοπέδιο δεν έχουν παρακολουθήσει την άνοδο που καταγράφεται τα τελευταία δύο τρία χρόνια. Έτσι, το επόμενο χρονικό διάστημα, αναμένεται να αναδειχθούν καινούργιες «χρυσοφόρες» περιοχές για το real estate, υπό την προϋπόθεση ότι θα το επιτρέψουν οι γενικότερες συνθήκες στην οικονομία.