Στην οικονομία, όταν η πολιτική που εφαρμόζουν οι αρχές αποτρέπει μια καταστροφή είναι δύσκολο να αναγνωρισθεί από τους πολίτες αυτή η επιτυχία γιατί μόνο οι ειδικοί μπορούν να προσεγγίσουν, σε θεωρητικό επίπεδο, τα προβλήματα που θα είχαν δημιουργηθεί χωρίς την παρέμβαση των αρχών. Στη διάρκεια της πανδημίας, τα μέτρα δημοσιονομικής στήριξης, σε συνδυασμό με την αύξηση της παρασχεθείσας ρευστότητας από τις τράπεζες απέτρεψε μια καταστροφή στον επιχειρηματικό τομέα. Η μεγάλη πρόκληση τώρα είναι να συνεχισθούν οι παροχές επαρκούς ρευστότητας κατά την περίοδο της ανάκαμψης, πρωτίστως μέσα από το τραπεζικό σύστημα και με έμφαση στη χρηματοδότηση των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Το σοκ που προκάλεσαν η πανδημία και τα αυστηρά περιοριστικά μέτρα στον ελληνικό επιχειρηματικό τομέα, καθώς προκλήθηκε μια απότομη και πρωτοφανής κάμψη του τζίρου, θα μπορούσε να είχε επαναφέρει τις ελληνικές επιχειρήσεις πίσω στις χειρότερες εποχές της μεγάλης οικονομικής κρίσης. Το τι θα είχε συμβεί χωρίς τα μέτρα της κυβέρνησης, που ήταν ένας συνδυασμός απευθείας δημοσιονομικής στήριξης και υποστήριξης χρηματοδοτικών προγραμμάτων μέσω του τραπεζικού συστήματος, αποκαλύπτει ειδική έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου (Greece, Selected Issues, Ιούνιος 2021), η οποία καταλήγει σε πολύ ενδιαφέροντα συμπεράσματα.
Εξετάζοντας δύο διαφορετικά σενάρια οικονομικής πολιτικής, με προβολή τους σε ένα ευρύ δείγμα στοιχείων από ισολογισμούς των ελληνικών επιχειρήσεων, οι ειδικοί του Ταμείου καταλήγουν στο συμπέρασμα ότι στη διάρκεια της κρίσης της πανδημίας όχι μόνο δεν αυξήθηκε το ποσοστό των εταιρειών – ζόμπι, οι οποίες έχουν δυσκολία να εξυπηρετήσουν τις υποχρεώσεις τους, αλλά ήταν και ελαφρώς μειωμένο. Χωρίς τα κυβερνητικά μέτρα, το Ταμείο υπολογίζει ότι το ποσοστό των εταιρειών – ζόμπι θα είχε εκτιναχθεί στα επίπεδα όπου βρισκόταν το 2014, εν μέσω της μεγάλης οικονομικής κρίσης.
Όπως τονίζει το Ταμείο, «προσομοιώσεις της μακροοικονομικής επίδρασης των δημοσιονομικών μέτρων στήριξης υποδεικνύουν ότι αυτά τα μέτρα θα βοηθήσουν να περιορισθεί η επίδραση της πανδημίας στον μη χρηματοπιστωτικό επιχειρηματικό τομέα, σε σύγκριση με ένα αντίθετο σενάριο ανυπαρξίας στήριξης, όπου η επίδραση στις οικονομικές δυσχέρειες του επιχειρηματικού τομέα θα ήταν παρόμοια με αυτήν της περιόδου της ελληνικής δημοσιονομικής κρίσης».
Τα παραπάνω ευρήματα του Ταμείου, ενός ουδέτερου παρατηρητή που προσεγγίζει τεχνοκρατικά τα ζητήματα της οικονομίας, είναι ίσως η καλύτερη επιβράβευση για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, υπό τον Χρήστο Σταϊκούρα, που σχεδίασε ένα αποτελεσματικό πακέτο μέτρων στήριξης της οικονομίας, αποτρέποντας τον χειρότερο κίνδυνο σε αυτή την κρίση, δηλαδή να αφήσει πίσω της μόνιμες ουλές στην παραγωγική βάση της οικονομίας, κυρίως μέσω της κατάρρευσης σημαντικού αριθμού επιχειρήσεων και της συσσώρευσης μεγάλων βαρών σε πολλές από τις επιχειρήσεις που θα επιβίωναν, αλλά θα παρέμεναν σε δυσχερή οικονομική θέση.
Στοιχεία που έδωσε στη Βουλή ο επικεφαλής οικονομολόγος της Τράπεζας της Ελλάδος, Δημήτρης Μαλλιαρόπουλος αποτυπώνουν την εντυπωσιακή αύξηση, το 2020, των χρηματοδοτήσεων από τις τράπεζες, από το Δημόσιο και από τα ειδικά προγράμματα, κυρίως της Αναπτυξιακής Τράπεζας, που αξιοποιήθηκαν για να κατευθυνθεί μεγαλύτερη ρευστότητα από τις τράπεζες στην πραγματική οικονομία.
Ειδικότερα, το 2020 τα νέα δάνεια προς τις επιχειρήσεις ανήλθαν στα 16,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων τα 6 δισ. ευρώ σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις. Με τη συνδρομή της Αναπτυξιακής Τράπεζας, χορηγήθηκαν δάνεια 6,5 δισ. ευρώ. Το εξαιρετικά επιτυχημένο πρόγραμμα της Επιστρεπτέας Προκαταβολής πρόσφερε χρηματοδοτήσεις ύψους 5,5 δισ. ευρώ στις επιχειρήσεις.
Φαίνεται ότι αυτές οι μεγάλες παροχές ρευστότητας πέτυχαν τον στόχο της διάσωσης των επιχειρήσεων από τις συνέπειες της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων, αλλά ήδη από το 2021 παρατηρείται μια κάμψη των νέων χρηματοδοτήσεων. Ενώ το 2020 η καθαρή ροή τραπεζικής χρηματοδότησης προς τις επιχειρήσεις (δάνεια μείον αποπληρωμές) έφθασε τα 6,7 δισ. ευρώ, την περίοδο Ιανουαρίου – Αυγούστου η ροή έγινε αρνητική (-0,1 δισ. ευρώ).
Σε αλλεπάλληλες συναντήσεις με τους εκπροσώπους του τραπεζικού τομέα, που οργανώθηκαν με πρωτοβουλία του Χρήστου Σταϊκούρα, αλλά και σε ειδική συνεδρίαση της Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων της Βουλής συζητήθηκε η χρηματοδότηση της οικονομίας και, κυρίως, των μικρομεσαίων επιχειρήσεων, καθώς μάλιστα η οικονομία εισέρχεται σε μια νέα αναπτυξιακή φάση, με τη συνδρομή και των κονδυλίων από το Ταμείο Ανάπτυξης.
Το πρόβλημα έχει δύο διαστάσεις:
- Από τη μια, είναι σαφές ότι τα δάνεια χαμηλού επιτοκίου από το Ταμείο Ανάκαμψης, ύψους 13 δισ. ευρώ, θα προσφέρουν μια πολύτιμη χρηματοδοτική στήριξη στα επενδυτικά σχέδια μεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Η κυβέρνηση έχει δημιουργήσει ένα στέρεο θεσμικό πλαίσιο με επαρκείς ασφαλιστικές δικλίδες για να γίνει ορθολογική και αποτελεσματική κατανομή αυτών των πιστώσεων και πλέον μένει να αποδείξουν οι τράπεζες ότι είναι σε θέση να κατευθύνουν αυτή την πρωτοφανή ρευστότητα με τον καλύτερο τρόπο για τη μεγιστοποίηση των αποτελεσμάτων για την οικονομία. Παράλληλα, οι μεγαλύτερες επιχειρήσεις της χώρας έχουν εύκολη πρόσβαση σε φθηνό δανεισμό από τις τράπεζες και από την αγορά ομολόγων, ελληνική και ευρωπαϊκή.
- Σε ό,τι αφορά, όμως, τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις, που αποτελούν και τον κορμό της ελληνικής οικονομίας, η παροχή χρηματοδότησης είναι πολύ πιο δύσκολη. Ο πιστωτικές κίνδυνος είναι μεγαλύτερος και οι τράπεζες παραμένουν διστακτικές στη χορήγηση δανείων, καθώς πρώτη προτεραιότητά τους είναι να αποφύγουν μια νέα γενιά «κόκκινων» δανείων, σε μια περίοδο όπου ολοκληρώνουν την εξυγίανση των ισολογισμών τους.
Έτσι, παρά τις πρωτοβουλίες που ανέλαβε ο υπουργός Οικονομικών, Χρήστος Σταϊκούρας τους τελευταίους μήνες, ασκώντας πιέσεις στις τράπεζες, δεν φαίνεται να έχει αλλάξει η αντίληψη των τραπεζικών διοικήσεων ότι από τις περίπου 800.000 μικρομεσαίες επιχειρήσεις της χώρας μόνο λίγες δεκάδες χιλιάδες ορίζονται ως “bankable”, δηλαδή ως επιχειρήσεις που έχουν τις προϋποθέσεις για να αντλήσουν τραπεζική χρηματοδότηση.
Παρόλα αυτά, οι επιχειρήσεις που αποτελούν τον κορμό της οικονομικής δραστηριότητας δεν μπορούν να μείνουν αποκομμένες από την τραπεζική χρηματοδότηση. Για να ξεπερασθεί αυτό το αδιέξοδο, η λύση δεν είναι να πιεσθούν οι τράπεζες να χαλαρώσουν τα πιστοδοτικά τους κριτήρια, όπως φαίνεται να υποδεικνύουν αρκετοί από την αντιπολίτευση, αλλά και από τους φορείς του επιχειρηματικού κόσμου.
Η λύση, που δοκιμάσθηκε με επιτυχία στη διάρκεια της πανδημίας και μπορεί να εξακολουθήσει να εφαρμόζεται και σε κανονικές συνθήκες, είναι να μοιράσουν μεταξύ τους το κράτος και οι τράπεζες τον πιστωτικό κίνδυνο, μέσα από κρατικά προγράμματα που θα υποστηρίξουν τον δανεισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Όπως τόνισε πρόσφατα ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γιάννης Στουρνάρας, «το μερίδιο των ΜμΕ στην τραπεζική χρηματοδότηση των επιχειρήσεων αυξήθηκε τόσο το 2020 όσο και το οκτάμηνο του 2021, σε 37% και 41% των νέων δανείων προς τις επιχειρήσεις αντιστοίχως. Στην εξέλιξη αυτή αποφασιστική ήταν η συμβολή των χρηματοδοτικών εργαλείων της Ελληνικής Αναπτυξιακής Τράπεζας, καθώς και της ΕΤΕπ/Ευρωπαϊκού Ταμείου Επενδύσεων.
Τα εργαλεία αυτά, λόγω του επιμερισμού κινδύνου μεταξύ τραπεζών και Δημοσίου/χρηματοδοτικού φορέα, συνέβαλαν στη μείωση του αναλαμβανόμενου από τις τράπεζες πιστωτικού κινδύνου και σε βελτίωση των όρων δανεισμού για τους τελικούς δανειολήπτες (ευνοϊκότερο επιτόκιο, μειωμένες απαιτήσεις για εξασφαλίσεις). Η σημασία του επιμερισμού του κινδύνου είναι ένα από τα βασικά διδάγματα της πανδημίας για το μέλλον, ιδιαίτερα όσον αφορά τη διαχείριση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης την επόμενη εξαετία, και εκεί βρίσκεται η λύση του προβλήματος χρηματοδότησης των ΜμΕ».
Αυτή θα είναι η μεγάλη πρόκληση για το οικονομικό επιτελείο της κυβέρνησης, στο στάδιο της επιστροφής στην κανονικότητα μετά την πανδημία. Να αξιοποιήσει όλες τις δυνατότητες που μπορεί να προσφέρει η λειτουργία της Αναπτυξιακής Τράπεζας, τα ευρωπαϊκά προγράμματα και ο κρατικός προϋπολογισμός, για να δημιουργήσει εργαλεία που θα περιορίζουν τον πιστωτικό κίνδυνο των δανείων σε μικρομεσαίες επιχειρήσεις, ώστε να μπορέσουν οι τράπεζες να απελευθερώσουν την πλούσια ρευστότητα που διαθέτουν σήμερα από την αύξηση των καταθέσεων και τα προγράμματα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας.
Η ανάκαμψη μετά την πανδημία θα πρέπει να είναι ισορροπημένη και να μη μείνουν πίσω οι βιώσιμες μικρομεσαίες επιχειρήσεις και, για να συμβεί αυτό, πολλά θα κριθούν από τη δυνατότητα που θα έχουν να βρουν πρόσβαση στην τραπεζική χρηματοδότηση. Η επιτυχία με τα προγράμματα στήριξης της περιόδου της πανδημίας μπορεί να επαναληφθεί, αυτή τη φορά με νέα εργαλεία επιμερισμού του πιστωτικού κινδύνου των δανείων σε ΜμΕ και η κυβέρνηση έχει ευρύ πεδίο μπροστά της για να αναλάβει πρωτοβουλίες.
* Ο Γρηγόρης Σαμπάνης είναι οικονομολόγος, πρώην στέλεχος τραπεζών