Του Βασίλη Γεώργα
Όνειρο ήταν και πάει η αναβίωση και επαναλειτουργία της πάλαι ποτέ πανίσχυρης «Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας» του ομίλου Λαναρά που επιχείρησαν να πετύχουν οι περίπου 300 εναπομείναντες εργαζόμενοι έχοντας τη στήριξη και τις διαβεβαιώσεις της κυβέρνησης.
Από την 1η Ιουλίου έπαψε να ισχύει η Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία είχαν ανασταλεί για ένα 6μηνο οι πλειστηριασμοί ώστε να «τρέξει» το σχέδιο εξυγίανσης που είχαν προτείνει οι εργαζόμενοι, και πλέον η εκποίηση του μηχανολογικού εξοπλισμού της εταιρείας μπορεί να ξεκινήσει και πάλι ανά πάσα στιγμή από την σύνδικο. Πληροφορίες του Liberal λένε πως στην κυβέρνηση δεν υπάρχει πλέον καμία σκέψη έκδοσης νέας ΠΝΠ «καθώς το παιχνίδι θεωρείται χαμένο».
Το ξεπάγωμα των πλειστηριασμών παγώνει παράλληλα τις προσδοκίες ότι το πείραμα που ο ΣΥΡΙΖΑ είχε στηρίξει με όλες του τις δυνάμεις από τους πρώτους μήνες ανάληψης της διακυβέρνησης θα δούλευε και θα γίνονταν οδηγός διάσωσης και άλλων χρεοκοπημένων πλην βιώσιμων βιομηχανιών στη χώρα.
Η κυβέρνηση όσο κι αν μέσα στο προηγούμενο 6μηνο προσπάθησε «με το καλό και με το κακό» όπως λένε στελέχη με γνώση της υπόθεσης, να πείσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ότι διαθέτει σχέδιο ικανό να προσπεράσει τους νομικούς σκοπέλους και να δώσει πνοή στα φιλόδοξα σχέδια των εργαζομένων για την αναβίωση τουλάχιστον τριών από τα συνολικά 17 εργοστάσια της κλειστής κλωστοϋφαντουργίας που διαθέτουν σύγχρονο μηχανολογικό εξοπλισμό, όχι μόνο απέτυχε αλλά βρέθηκε αντιμέτωπη με τη σκληρή πραγματικότητα της διπλής παραπομπής της Ελλάδας στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο.
Η DG Comp απειλεί πλέον να παραπέμψει τη χώρα τόσο για την Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου με την οποία απαγορεύτηκαν οι πλειστηριασμοί από τις 31.12.2016 κατά παράβαση της Νομοθεσίας όπως υποστηρίζουν οι ευρωπαϊκές αρχές ανταγωνισμού, όσο και για την υποχρέωση ανάκτησης των 42 εκατ. ευρώ που έχουν κριθεί ως παράνομες κρατικές ενισχύσεις προς την ΕΝ.ΚΛΩ με απόφαση του 2011.
Η αρμόδια κυβερνητική επιτροπή και τα συναρμόδια υπουργεία Εργασίας, Ανάπτυξης και Οικονομικών που είχαν πρωτοστατήσει το προηγούμενο διάστημα στις προσπάθειες «πειθούς» της Ευρωπαϊκής Επιτροπής βρίσκονται το τελευταίο διάστημα σε δύσκολη θέση καθώς τώρα επιχειρούν να κατευνάσουν τις αντιδράσεις τοπικών βουλευτών και των εργαζομένων της ΕΝ.ΚΛΩ.
Σήμερα οι συνολικές οφειλές της ΕΝ.ΚΛΩ. φτάνουν τα 350 εκατ. ευρώ, εκ των οποίων 36 εκατ. ευρώ είναι οι ανεξόφλητες υποχρεώσεις στους εργαζόμενους, άλλα 190 εκατ. ευρώ στις τράπεζες και περίπου 50 εκατ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία, ενώ το ποσό που πρέπει να ανακτηθεί από δημόσιο για καταπτώσεις εγγυήσεων που κρίθηκαν παράνομες, ξεπερνά τα 40 εκατ. ευρώ. Με την κατάτμηση και την εκποίηση της περιουσίας είναι προφανές ότι τα ποσά αυτά δεν πρόκειται να αποπληρωθούν ποτέ. Οι εργαζόμενοι είχαν προτείνει να παραχωρηθούν στις τράπεζες και τους λοιπούς πιστωτές τα 14 από τα 17 εργοστάσια έναντι των ζημιών που έχουν υποστεί (μετοχοποίηση χρεών), υπολογίζοντας ότι η αξία τους φτάνει τα 150 εκατ. ευρώ, και να επαναλειτουργήσουν οι ίδιοι άμεσα τα τρία σύγχρονα εργοστάσια της εταιρείας στην Κομοτηνή και στη Νάουσα, ώστε να αυξηθούν οι δυνατότητες αποπληρωμής των υποχρεώσεων της εταιρείας.
Το σημαντικότερο πρόβλημα για την έγκριση και υλοποίηση του σχεδίου που είχαν υποβάλει από το 2015 οι εργαζόμενοι για την επαναλειτουργία της ΕΝΚΛΩ προσέκρουσε σε νομικά ζητήματα και στην αντίδραση άλλων ανταγωνιστριών εταιρειών του κλάδου. Ζητήθηκε ουσιαστικά η αντιστροφή της πτωχευτικής διαδικασίας για ένα σημαντικό μέρος της περιουσίας της εταιρείας με τρόπο που επιπλέον βρίσκονταν σε αντίθεση με την επιδιωκόμενη αναθεώρηση του πτωχευτικού κώδικα από το υπουργείο Δικαιοσύνης ώστε ο χρόνος της πτωχευτικής διαδικασίας και διάλυσης (πλειστηριασμοί κ.λπ.) να συντμηθεί στα 6-7 χρόνια από τα 15 που διαρκεί σήμερα. Στην περίπτωση της ΕΝ.ΚΛΩ. σύνδικος πτώχευσης έχει τοποθετηθεί ήδη από το 2012 και πουλά μέχρι σήμερα «με το κομμάτι» περιουσιακά στοιχεία, ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει διαμηνύσει ότι δεν προτίθεται να δεχτεί καμία εξαίρεση για τη διάσωση της ΕΝ.ΚΛΩ.
Παρά το απόλυτα λογικό αίτημα των εργαζομένων ότι με λίγη βοήθεια από τις τράπεζες και το Δημόσιο θα μπορούσαν να επαναλειτουργήσουν οι ίδιοι τα εργοστάσια της Ενωμένης Κλωστοϋφαντουργίας και να διασώσουν έτσι κάποιες εκατοντάδες θέσεις εργασίας εξοφλώντας παράλληλα μέρος των χρεών προς τους πιστωτές, η πραγματικότητα της ευρωπαϊκής νομοθεσίας για τον ανταγωνισμό, αποδείχθηκε τελικά πολύ ισχυρότερη από το όνειρο.
Τι θα συμβεί πλέον είναι προφανές. Η σύνδικος πτώχευσης θα ξαναβγεί στη γύρα για να εκπλειστηριάζει μηχανήματα και κτήρια με το κομμάτι. Αν υπάρχει μια κάπως καλύτερη επιλογή που θα μπορούσε να φέρει κάποιο αποτέλεσμα όπως λένε άνθρωποι που έχουν ασχοληθεί με τη συγκεκριμένη υπόθεση, αυτή είναι να βγουν στο σφυρί «ολόκληρα εργοστάσια.
Με ρίσκο να είναι μια λύση που θα την ήθελαν πολύ κάποια επιχειρηματικά συμφέροντα από τον ανταγωνισμό που τίποτα δεν αποκλείει πως καλοβλέπουν να βάλουν στο χέρι σύγχρονες μονάδες και μηχανές σε «σκοτωμένες» τιμές, προβάλει ως μια λύση που ακούγεται πιο αποδοτική από οποιαδήποτε άλλη με τα σημερινά δεδομένα.