Με τη μεγαλύτερη κρίση στη σύγχρονη ιστορία της βρίσκεται αντιμέτωπη η Γαλλία, καθώς η κατάρρευση της κυβέρνησης του Μισέλ Μπαρνιέ, μετά την πρόταση μομφής που υπερψηφίστηκε χθες, βάζει σε αχαρτογράφητα νερά τη γαλλική οικονομία και όλοι αναμένουν με αγωνία την αντίδραση των αγορών τις επόμενες ημέρες και εβδομάδες.
Ο κίνδυνος αποσταθεροποίησης και οικονομικής καταιγίδας με αύξηση του κόστους δανεισμού και χρεοκοπίες, είναι κάτι παραπάνω από ορατός, με τον Εμανουέλ Μακρόν να δέχεται πλέον ασφυκτικές πιέσεις.
Συνολικά, 331 βουλευτές από την αριστερά και το κόμμα της Λεπέν υπερψήφισαν την πρόταση μομφής, υπερβαίνοντας κατά πολύ τις 288 ψήφους που χρειάζονταν, κάτι που συμβαίνει για πρώτη φορά σε διάστημα άνω των 60 ετών. Η πρώτη κίνηση του Μακρόν είναι να βρει το κατάλληλο πρόσωπο που θα αναλάβει καθήκοντα πρωθυπουργού και θα οδηγήσει τη Γαλλία στις εκλογές το καλοκαίρι του 2025, καθώς σύμφωνα με το γαλλικό σύνταγμα, δεν μπορούν να διενεργηθούν νέες εκλογές πριν ολοκληρωθεί ένας χρόνος από τις προηγούμενες.
Το σημαντικότερο, ωστόσο, γεγονός είναι ότι η σύνθεση του κοινοβουλίου θα παραμείνει ως έχει, που σημαίνει ότι δεν θα υπάρχει πλειοψηφία και η νέα κυβέρνηση θα δέχεται κάθε φορά πιέσεις τόσο από τα αριστερά, όσο και από τα δεξιά, με αποτέλεσμα να είναι σχεδόν αδύνατο το έργο της.
Έτσι η Γαλλία εισέρχεται σε μία περίοδο μεγάλης αβεβαιότητας, που θα έχει αντίκτυπο στα πάντα. Από τους νόμους που δεν μπορούν να ψηφιστούν και τους δημοσιονομικούς στόχους που δεν μπορούν να επιτευχθούν, μέχρι την άνοδο του κόστους δανεισμού της χώρας, το οποίο έχει ήδη ξεπεράσει αυτό της Ελλάδας.
Μέχρι, λοιπόν, τις εκλογές που κατά πάσα πιθανότητα θα διεξαχθούν τον Ιούλιο του 2025, οι αγορές θα γνωρίζουν ότι η κυβέρνηση της Γαλλίας θα είναι προσωρινή και δεν θα μπορεί να κάνει τομές αλλά ούτε να εφαρμόσει τα μέτρα που απαιτούνται για να τεθούν υπό έλεγχο, χρέος και έλλειμμα και ταυτόχρονα να δεχθεί ώθηση η ανάπτυξη.
Η δεύτερη μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε. καλείται να συμμορφωθεί με τους δημοσιονομικούς κανόνες, ήτοι να περιορίσει το έλλειμμα στο 3% του ΑΕΠ, από 6% φέτος και 9% που εκτιμάται ότι θα φτάσει στα επόμενα χρόνια, αν δεν γίνουν οι απαιτούμενες προσαρμογές. Πρέπει, επίσης, να ρίξει τον λόγο χρέους προς ΑΕΠ, που έχει ξεπεράσει το 112% και παράλληλα να βρει λύσεις για να «αναστηθεί» η οικονομική δραστηριότητα. Όλα αυτά μοιάζουν ουτοπικά υπό τις παρούσες συνθήκες, αφού δεν φαίνεται να υπάρχει στον ορίζοντα ένα ξεκάθαρο πλάνο και σαφής πολιτικός προσανατολισμός.
Το ΑΕΠ της Γαλλίας μεγεθύνεται μετά βίας στα τελευταία τρίμηνα, με ρυθμούς από 0,1% έως 0,4%, με το ΔΝΤ να προβλέπει ανάπτυξη 0,8% το 2025. Την ίδια ώρα, μπορεί η ανεργία να βρίσκεται στο χαμηλό για τη Γαλλία 7,4% και ο πληθωρισμός να έχει υποχωρήσει στο 2%, όμως η κατάσταση για τις γαλλικές βιομηχανίες είναι εξαιρετικά δύσκολη.
Οι γαλλικές επιχειρήσεις έχουν χάσει μεγάλο έδαφος σε επίπεδο ανταγωνιστικότητας με το κόστος παραγωγής να έχει αυξηθεί περίπου 25% από το 2019, όταν λ.χ. των κινεζικών εταιρειών έχει αυξηθεί κατά μόλις 3% στο ίδιο διάστημα. Τον Οκτώβριο πραγματοποιήθηκε έρευνα από το οικονομικό ινστιτούτο Rexecode, μεταξύ 1.000 επιχειρηματιών για την επενδυτική τους συμπεριφορά, η οποία έδειξε ότι μόλις σε ποσοστό 36% σχεδιάζουν να διατηρήσουν τις επενδύσεις τους, με το 45% να δηλώνει ότι θα τις αναβάλλουν και το 18% να είναι έτοιμο να τις ακυρώσει.
Σύμφωνα με το ίδιο ινστιτούτο, η τάση αυτή έγινε αισθητή μέσα στο 2024, αλλά ενισχύθηκε σημαντικά μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών από τον Μακρόν, που σημαίνει ότι η πολιτική αβεβαιότητα έχει ήδη αρχίσει να πλήττει τη γαλλική οικονομία.
Αν μέχρι τις 20 Δεκεμβρίου δεν έχει ψηφιστεί ο κρατικός προϋπολογισμός για το 2025, η κυβέρνηση έχει τη δυνατότητα να περάσει τον προϋπολογισμό με ειδικό διάταγμα, ενώ θα μπορούσε να επεκταθεί ο προϋπολογισμός του 2024 για το νέο έτος.
Σε κάθε περίπτωση, η αποστολή της νέας κυβέρνησης θα είναι πάρα πολύ δύσκολη και είναι σαφές ότι οι αγορές θα αντιδράσουν αναλόγως. Διότι θα είναι απίθανο να περάσουν μέτρα, όπως το πάγωμα των κρατικών δαπανών και η αύξηση της φορολογίας, που σημαίνει, ότι το γαλλικό δημόσιο θα χάσει πολύτιμα έσοδα για να πετύχει τους στόχους και να συμμορφωθεί με τους δημοσιονομικούς κανόνες.