Του Κωνσταντίνου Μαριόλη
Την περασμένη Παρασκευή ο κυβερνητικός συνασπισμός της Γερμανίας συμφώνησε σε ένα «πακέτο» μέτρων για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Ήταν μία πρώτης τάξεως ευκαιρία για την Άνγκελα Μέρκελ να δείξει τις προθέσεις της όχι μόνο για την εφαρμογή πράσινων πολιτικών αλλά και για την δημοσιονομική κατεύθυνση που θα ακολουθήσει. Είχε προηγηθεί δημοσκόπηση σύμφωνα με την οποία σε ποσοστό 63% οι Γερμανοί εκτιμούν ότι η προστασία του περιβάλλοντος είναι σημαντικότερη από την οικονομική ανάπτυξη.
Το πακέτο ωστόσο των 50 δισ. ευρώ είναι δημοσιονομικά ουδέτερο, προσπαθεί να μην πλήξει τη βιομηχανική δραστηριότητα σε περίοδο ύφεσης και σε καμία περίπτωση δεν ικανοποιεί τον Μάριο Ντράγκι που ζητάει να ανοίξουν οι κρουνοί των κρατικών δαπανών. Τους τελευταίους μήνες αυξάνονται οι φωνές που ζητούν από τη Γερμανία να αλλάξει πορεία, να εγκαταλείψει την πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων και να αξιοποιήσει τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια για να κάνει επενδύσεις με στόχο την αναθέρμανση της οικονομίας. Στην ίδια συζήτηση έχουν… παρεισφρήσει και αιτήματα για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων στην Ευρωζώνη έτσι ώστε να αυξηθούν οι βαθμοί ελευθερίας των κυβερνήσεων που αντιμετωπίζουν προβλήματα.
Η απάντηση της Μέρκελ ήταν ξεκάθαρη: Παραμένουμε προσηλωμένοι στον κανόνα «Schwarze Null», ήτοι στην πολιτική των μηδενικών ελλειμμάτων, είπε η Γερμανίδα καγκελάριος απογοητεύοντας όσους εκτιμούν ότι η Γερμανία και οι υπόλοιπες πλεονασματικές χώρες –όπως η Ολλανδία– πρέπει να ρίξουν χρήμα στην αγορά. Μετά από δεκάδες ακαδημαϊκούς και αναλυτές, τον Ντράγκι, τη Λαγκάρντ και τον ΟΟΣΑ, ο διάσημος οικονομολόγος Τζιμ Ο' Νιλ ζητάει και αυτός από τη Γερμανία να προχωρήσει σε δημοσιονομική επέκταση ευρείας κλίμακας για να αποφευχθεί η αποσταθεροποίηση της Ευρωζώνης.
Ο πρώην επικεφαλής της Goldman Sachs Asset Management και «νονός» των BRICS, σε άρθρο του στο «Project Syndicate» με τίτλο «Η Επιστροφή της Δημοσιονομικής Πολιτικής», τονίζει ότι η Γερμανία πρέπει να αφήσει πίσω την «εμμονή» του «Black Zero» μετά από μία δεκαετία σφιχτής δημοσιονομικής πολιτικής που ήταν επικεντρωμένη στη μείωση του κρατικού χρέους. Ο Ο'Νιλ καλεί τις κυβερνήσεις να εκμεταλλευτούν το παγκόσμιο περιβάλλον χαμηλών επιτοκίων και να επενδύσουν σε έργα υποδομών για να… ξεκολλήσει η παγκόσμια οικονομία από τη στασιμότητα.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι ενώ από το 2008 μέχρι σήμερα το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών των ΗΠΑ έχει μειωθεί κατά το ήμισυ, κάτω από το 3% του ΑΕΠ, και της Κίνας έχει σχεδόν μηδενιστεί από το 10% που βρισκόταν, η εξωτερική ανισορροπία της Γερμανίας διογκώνεται – κοντά στο 8% το πλεόνασμα - απειλώντας τη σταθερότητα στην Ευρώπη. Η εφαρμογή ενός μεγάλου πακέτου από τη Γερμανία θα είχε πολλαπλασιαστικά θετικά οφέλη για τις ιδιωτικές επενδύσεις και την κατανάλωση, δημιουργώντας εξαγωγικές ευκαιρίες για τα κράτη-μέλη της Ευρωζώνης που δεν τα καταφέρνουν τόσο καλά, προσθέτει ο διάσημος οικονομολόγος.
Ακόμη και στο εσωτερικό της μεγαλύτερης οικονομίας της Ευρώπης, το θέμα της αλλαγής πολιτικής βρίσκεται στο τραπέζι του δημόσιου διαλόγου καθώς η πανίσχυρη βιομηχανία της συνεχίζει να επιβραδύνει. Η Μέρκελ γνωρίζει πολύ καλά ότι ενδεχόμενη μεταστροφή θα ανοίξει την πόρτα και για χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων μέσα στην επόμενη διετία, όταν και θα λήξει η θητεία της. Ίσως αυτός είναι ο λόγος που προτίμησε να πάει σε γερμανικά χέρια η Κομισιόν, με την Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν να αντικαθιστά τον Ζαν Κλοντ Γιούνκερ, από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, όπου τελικά η υποψηφιότητα του Γενς Βάιντμαν δεν προχώρησε για να αναλάβει τη θέση η Κριστίν Λαγκάρντ.
Η Γαλλίδα συνεχίζει να δηλώνει ότι οι πλεονασματικές κυβερνήσεις πρέπει να κάνουν μεγάλες επενδύσεις σε έργα υποδομών και τάσσεται υπέρ της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πολιτικής, με ηχηρό παράδειγμα την Ελλάδα. Σε αυτό το πλαίσιο, η παρουσία της Φον ντερ Λάιεν αναμένεται να αποτελέσει αντίβαρο στις εκκλήσεις της ΕΚΤ τους επόμενους μήνες. Πάντως, ακόμη και στο πεδίο της αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής, οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης θα συνεχίσουν να ζητούν μεγαλύτερη ελευθερία για να επιδιώξουν μακροπρόθεσμη ανάπτυξη και να πετύχουν το μεγάλο στόχο της απεξάρτησης από τον άνθρακα.