Ανηφορίζουν τις τελευταίες ημέρες, ειδικά μετά τις δηλώσεις της Γερμανίδας Ίζαμπελ Σνάμπελ, μέλους στο ΔΣ της ΕΚΤ, οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων, αν και επί της ουσίας στο 1,30% σήμερα τα 10ετή παραμένουν πάντα σε ιστορικά χαμηλά επίπεδα. Απεικονίζοντας έτσι ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού, το οποίο ουδέποτε είχε η ελληνική οικονομία, ούτε όταν βρισκόταν σε υψηλή επενδυτική βαθμίδα.
Αλλά η κα Σνάμπελ απλά απέφυγε να πάρει μόνη της την ευθύνη και να δηλώσει ξεκάθαρα τι θα συμβεί μετά τη λήξη του έκτακτου προγράμματος PEPP με τα ελληνικά ομόλογα.
Σε ερώτηση που είχε δεχθεί με την ανάληψη (καθηκόντων υπεύθυνου για τις μελλοντικές εκθέσεις και αναλύσεις της ΕΚΤ) ως μέλους του ΔΣ της ΕΚΤ για πιθανή ένταξη των ελληνικών ομολόγων στο «κανονικό» πρόγραμμα APP, είχε πει ότι «θα το σκεφτούμε». Οι αγορές βιάστηκαν να το αξιολογήσουν αρνητικά.
Είναι δεδομένο ότι τα ελληνικά ομόλογα θα υποστηριχθούν και μετά τη λήξη του PEPP, με τον ένα ή τον άλλο τρόπο. Πάντως, οι αποδόσεις επηρεάστηκαν και έφθασαν πρόσφατα και στα επίπεδα του Ιουλίου 2020 στα 1,35%, μετά από μία περίοδο 12 ανοδικών συνεδριάσεων από το 1,08%.
Σήμερα οι αποδόσεις των ελληνικών δεκαετών υποχωρούν (μετά το βραχυχρόνιο τεχνικό σήμα αντιστροφής που δόθηκε με τη χθεσινή διόρθωση) και κυμαίνονται χαμηλότερα στα 1,30%.
Στο μεταξύ, καθαρές εκδόσεις νέων ομολόγων μόλις 7 δισ. ευρώ το 2022 προβλέπει για το Ελληνικό Δημόσιο η Societe Generale, η οποία εκτιμά ότι συνολικά μαζί με τις επανεκδόσεις η άντληση κεφαλαίων από τις αγορές, δεν θα ξεπεράσει τα 11 δισ. ευρώ.
Ο γαλλικός οίκος μάλιστα προβλέπει ότι η δραστηριότητα του ΟΔΔΗΧ θα εκκινήσει τον Ιανουάριο με έκδοση 15ετούς ή 20ετούς ομολόγου και αναμένει μετά, ότι ο ΟΔΔΗΧ θα ξαναβγεί στις αγορές τον Μάρτιο.
Φέτος το πρόγραμμα ήταν μεγαλύτερο πάντως και οι καθαρές εκδόσεις ήταν για ποσό σχεδόν διπλάσιο από αυτό που εκτιμά για το 2022 o γαλλικός οίκος.