«Τα μέτρα τα οποία έχει λάβει η κυβέρνηση, ειδικά σε ό,τι αφορά στην καταπολέμηση των πλασματικών εκπτώσεων, έχουν οδηγήσει στην μείωση της δυναμικής ορισμένων επιχειρήσεων που έχουν πολύ μεγάλη διαπραγματευτική δύναμη σε σχέση με τα σουπερμάρκετ, προκειμένου να μην αυξάνουν τις τιμές και στη συνέχεια να κάνουν προσφορές». τόνισε ο γενικός γραμματέας Εμπορίου Σωτήρης Αναγνωστόπουλος.
Μιλώντας σήμερα στην ΕΡΤ για την ακρίβεια στην αγορά, ενώ πρόσθεσε ότι σε συνέχεια των μέτρων που έλαβε η κυβέρνηση, υπάρχει και συγκράτηση αλλά και μείωση τιμών σε ορισμένες περιπτώσεις τιμών βασικών προϊόντων τα οποία εμπορεύονται πολυεθνικές επιχειρήσεις και αυτό, υπογράμμισε ο ίδιος, είναι ορατό πλέον και στους δείκτες της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας.
Δηλαδή, συνέχισε ο γενικός γραμματέας, βλέπουμε μια σταθεροποίηση σε πολλές κατηγορίες προϊόντων, βλέπουμε πλέον και αρνητικές τιμές, δηλαδή μείωση τιμών σε σχέση με πέρυσι και αυτό είναι κάτι πάρα πολύ θετικό, χωρίς όμως αυτό να σημαίνει ότι έχουμε περάσει τον κάβο της ακρίβειας.
Ο κ. Αναγνωστόπουλος ανέφερε ότι «οι τιμές είναι ήδη σε πολύ υψηλότερα επίπεδα από πολλά προηγούμενα έτη, διότι, δυστυχώς, ο παγκόσμιος πληθωρισμός, έχει επηρεάσει και τη χώρα μας και αυτό είναι κάτι που δεν αλλάζει, παρότι έχει σταθεροποιηθεί».
Σε ό,τι αφορά τις τιμές σε λαϊκές, ο γενικός γραμματέας είπε: «Πρέπει να είναι σαφές ότι οι λαϊκές αγορές έχουν δύο είδη πωλητών: τους εμπόρους και τους παραγωγούς. Η δεύτερη κατηγορία είναι παραγωγοί πωλητές οι οποίοι παίρνουν τα φρούτα και τα λαχανικά απευθείας από το χωράφι τους και τα φέρνουν στη λαϊκή. Δεν μεσολαβεί κανένας μεσάζοντας. Άρα λοιπόν, η αύξηση της τιμής από το χωράφι στο ράφι σε αυτή την περίπτωση οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι υπάρχουν κάποιες διαδικασίες για να έρθει ένα προϊόν από το χωράφι στο ράφι.
Για παράδειγμα, ένα κιλό ενός φρούτου ή λαχανικού το οποίο έρχεται στο χωράφι, προφανώς έχει φύρα.
Συνεπώς, πάντοτε οι τιμές είχαν αυτή τη διαφορά, είχαν αυτή την απόκλιση από το χωράφι, ακριβώς επειδή υπήρχε αυτό το πρόβλημα.
Ωστόσο, υπάρχουν περιπτώσεις και στα σουπερμάρκετ και στις λαϊκές αγορές που οι τιμές μπορεί να είναι πολύ υψηλές, είτε επειδή ο ανταγωνισμός είναι μειωμένος σε ορισμένες περιπτώσεις, είτε επειδή οι ποιότητες των προϊόντων, ειδικά στα φρούτα και στα λαχανικά είναι πολύ διαφορετικές.
Υπάρχουν και περιπτώσεις που οι έμποροι εκμεταλλεύονται τις καταστάσεις προκειμένου να αυξήσουν το κέρδος τους και για αυτό τον λόγο υπάρχουν και τα πρόστιμα της Πολιτείας».
Ειδικά για το ύψος των προστίμων, όπως εξήγησε, ο λόγος για τον οποίο αυξάνονται τα πρόστιμα είναι επειδή έχουμε φτάσει στην κορυφή του πληθωριστικού κύκλου και αυτό που μας ενδιαφέρει, αυτή τη χρονική στιγμή, είναι στην αποδρομή αυτής της πληθωριστικής κρίσης, να ακολουθήσουν οι τιμές και να μην παραμένουν υψηλά.
«Για να μπορέσει να γίνει αυτό θα πρέπει η Πολιτεία να είναι ακόμα πιο αυστηρή από ότι ήταν στο παρελθόν, προκειμένου να μπορέσουμε να βεβαιώσουμε ότι αυτό που θα δούμε και στην υπόλοιπη Ευρωπαϊκή Ένωση θα το δούμε και στη χώρα μας» τόνισε ο κ. Αναγνωστόπουλος.
Δηλαδή, πρόσθεσε, να έχουμε περαιτέρω αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και ενδεχομένως και μείωση τιμών σε βασικά καταναλωτικά προϊόντα.
Πρακτικές πολυεθνικών
Σε ό,τι αφορά την καταπολέμηση των πρακτικών των πολυεθνικών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, ο γενικός γραμματέας είπε: «Πράγματι στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει ξεκινήσει αυτή η συζήτηση προκειμένου να αντιμετωπιστούν οι πρακτικές και να καταστήσουμε την Ευρωπαϊκή Ένωση έναν κοινό χώρο εμπορίου, όχι μόνο για τους εμπόρους, για το κεφάλαιο, για την παροχή υπηρεσιών, αλλά και για τους καταναλωτές. Θέλουμε μια ενιαία αγορά για τους καταναλωτές, που αυτό σημαίνει ότι οπουδήποτε και αν βρίσκεται ο καταναλωτής στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε οποιαδήποτε χώρα, να έχει την ίδια συμπεριφορά από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις.
Άρα, τεχνητοί φραγμοί στο παράλληλο εμπόριο, τεχνητοί φραγμοί στο λιανικό εμπόριο ή άλλες αθέμιτες εμπορικές πρακτικές, οι οποίες μέχρι τώρα δεν μπορούσαν να τιμωρηθούν διότι ορισμένες από τις πολυεθνικές επιχειρήσεις δεν είχαν δεσπόζουσα θέση στην αγορά, θέλουμε να βρούμε έναν τρόπο -πανευρωπαϊκά- να τις τιμωρούμε και να μην παρατηρούνται διαφορές τιμών μεταξύ χωρών καθώς, σε αυτές τις περιπτώσεις -με τις διαφορετικές τιμές- πλήττονται κυρίως οι αγορές των μικρότερων χωρών, όπως είναι η χώρα μας».
Ο γενικός γραμματέας υπενθύμισε ότι η κυβέρνηση έχει επιβάλει, μαζί με τα πρόστιμα να ανακοινώνεται και το όνομα της επιχείρησης, ένα μέτρο που δεν υπήρχε στη χώρα μας και δίνει μεγάλη σημασία, στην καλή ενημέρωση του ίδιου του καταναλωτή ώστε να μην επιλέγει υπερτιμημένα προϊόντα.
Τέλος, ο κ. Αναγνωστόπουλος υπογράμμισε και τον σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν στην αγορά οι ενώσεις των καταναλωτών.
Γ. Πηλίδης: Αν η βιομηχανία δεν ρίξει τις τιμές, δεν μπορούμε να τις ρίξουμε και εμείς
Από την πλευρά του, στην ίδια εκπομπή, ο πρόεδρος του Συλλόγου Μικρών και Μεσαίων Σουπερμάρκετ Γιάννης Πηλίδης σημείωσε: «Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι είναι το πώς καθορίζονται οι τιμές σε συνθήκες ελεύθερης αγοράς. Πρώτον είναι ο ανταγωνισμός και δεύτερον είναι η ζήτηση του προϊόντος. Όταν λειτουργεί ο ανταγωνισμός και όταν η ζήτηση του προϊόντος πέσει, τότε πέφτουν και οι τιμές. Και αυτό είναι και το πρόβλημα με τις πολυεθνικές. Όσο επιλέγει ο καταναλωτής αυτά τα προϊόντα, δεν πρόκειται να πέσουν εύκολα οι τιμές».
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Η αλήθεια είναι ότι το πρώτο εξάμηνο του 2024 έχουμε μια σταθεροποίηση της κατάστασης, όχι πτώση τιμών, σταθεροποίηση. Δηλαδή, εάν υπολογίσει κάποιος, από 1/1/24 μέχρι 30/6/24 θα δει ότι ο πληθωρισμός στα τρόφιμα είναι, περίπου, στο μηδέν, οπότε έχει σταθεροποιηθεί η κατάσταση. Δεν έχουμε αποκλιμάκωση των τιμών, διότι δεν παύει το σουπερμάρκετ, λόγω των ανατιμήσεων των προηγούμενων ετών να είναι ακριβό και δεν θα ισχυριστεί κανείς ότι είναι φθηνό. Ωστόσο, εμείς είμαστε, μόνο, οι ενδιάμεσοι. Δηλαδή παίρνουμε τους τιμοκαταλόγους από τους προμηθευτές μας, βάζουμε το ποσοστό κέρδους το οποίο, δεν μπορούμε να το αυξήσουμε, σύμφωνα με το νόμο 31/8/21 του υπουργείου Ανάπτυξης».
Ο ίδιος πρόσθεσε: «Σύμφωνα με τους κανόνες του υπουργείου Ανάπτυξης, ό,τι ποσοστό κέρδους είχαμε στις 31 Οκτωβρίου 2021 το ίδιο ποσοστό κέρδους είμαστε υποχρεωμένοι να βάζουμε και σήμερα. Δεν μπορούμε να αυξήσουμε τα ποσοστά κέρδους, παρόλο που για μας αυτό είναι δυσβάσταχτο.
Το μέτρο αυτό, θεωρώ ότι είναι καλό για τον καταναλωτή, γιατί όπως αντιλαμβάνεστε έχουν αυξηθεί τα λειτουργικά κοστολόγια λόγω της αύξησης του ρεύματος κτλ, αλλά δεν είχαμε την δυνατότητα να αυξήσουμε τα ποσοστά μας, άρα απορροφήσαμε ένα μέρος του λειτουργικού μας κόστους κι αυτό έχει δώσει πολύ μεγάλη μείωση κερδοφορίας στα σουπερμάρκετ».
Δεν καθορίζουμε εμείς τις τιμές στο ράφι, τις καθορίζει η βιομηχανία και εκεί είναι και η μεγάλη κερδοφορία. Αν ψάξετε τους ισολογισμούς των προμηθευτών μας, θα δείτε ότι η κερδοφορία τους είναι τεράστια.
Επομένως, ό,τι τιμοκαταλόγους μάς δίνουν, με βάση αυτούς κινούμαστε και εμείς. Αν δηλαδή η βιομηχανία δεν ρίξει τις τιμές, δεν μπορούμε να τις ρίξουμε και εμείς.
Το μέτρο που έπαιξε σημαντικό ρόλο στη διατήρηση των τιμών, το οποίο πραγματικά δεν το περίμενα όταν ανακοινώθηκε, αλλά με εξέπληξε, είναι το μέτρο ότι όποια εταιρεία κάνει αύξηση στις τιμές δεν έχει το δικαίωμα να κάνει προσφορές. Αυτό πραγματικά ήταν ένα πολύ μεγάλο χτύπημα στους προμηθευτές, διότι όλοι θέλουν να κάνουν προσφορές και από τη στιγμή που αν κάνουν ανατίμηση τους απαγορεύονται οι προσφορές, δεν μας έχουν δώσει πλέον καινούργιους τιμοκαταλόγους, το 95% των εταιρειών».
Ο ίδιος ολοκλήρωσε την τοποθέτηση του λέγοντας: «Υπάρχουν ισχυρές πολυεθνικές που τα προϊόντα τους δεν μπορείς να μην τα έχεις στο ράφι. Εκεί συμβαίνει ο εκβιασμός. Δεν θέλω να πω ονόματα εταιρειών, αλλά όλοι γνωρίζουμε ότι στα αναψυκτικά υπάρχει μια δεσπόζουσα θέση κάποιας εταιρείας. Μπορείς να μην έχεις αυτή την εταιρεία στο ράφι σου; Να την πεις δεν θα σε βάλω στο ράφι; Μην με βάζεις, θα σου πει. Από την άλλη πλευρά, δεν μπορούν και τα σουπερμάρκετ να συνασπιστούν όλα μαζί διότι, λόγω της Επιτροπής Ανταγωνισμού, αυτό θεωρείται εναρμονισμένη πρακτική. Δεν μπορούμε δηλαδή οι αλυσίδες μεταξύ μας να συνεννοηθούμε για να πιέσουμε τους προμηθευτές, υπάρχει η Επιτροπή Ανταγωνισμού».