Tου Θεόδωρου Σεμερτζίδη
Πριν από λίγες ημέρες, δημοσιεύτηκαν περίπου 11.5 εκατομμύρια έγγραφα που αφορούσαν ιδιοκτήτες offshore-υπεράκτιων εταιρειών, εκ των οποίων αρκετοί από αυτούς είναι πολιτικοί, επιχειρηματίες και άτομα της showbiz. Η αποκάλυψη αυτή, από την International Consortium of Investigative Journalists, προκάλεσε αίσθηση στην κοινή γνώμη, και όχι άδικα.
Πολιτικοί όπως ο Βλαντιμίρ Πούτιν, ή οι πρωθυπουργοί της Ισλανδίας και του Πακιστάν, σύμφωνα με τα έγγραφα, φέρονται να είναι κάτοχοι εκατοντάδων εκατομμυρίων ή και δισεκατομμυρίων δολαρίων, τα οποία «αναπαύονταν» στην ανωνυμία των υπεράκτιων εταιρειών χωρίς φυσικά να γνωρίζει κανείς τίποτα. Κι εδώ προκύπτει ένα ηθικό κι όχι μόνο δίλημμα: πως είναι δυνατόν κάποιος πολιτικός, να φορολογεί τους συμπολίτες του, ασκώντας τον νόμο σε όσους φοροδιαφεύγουν, και από την άλλη να διατηρεί ο ίδιος κάποια υπεράκτια εταιρεία;
Η κατοχή μιας υπεράκτιας εταιρείας, χρησιμοποιείται κυρίως για φορολογικούς λόγους ή και για νομιμοποίηση παράνομων δραστηριοτήτων, όπως είναι το εμπόριο όπλων, το εμπόριο ναρκωτικών κα.
Ιστορική αναδρομή
Προτού προχωρήσουμε σχετικά με την λειτουργία των υπεράκτιων εταιρειών, είναι σκόπιμο να κάνουμε μία σύντομη ιστορική αναδρομή στο πως αυτές δημιουργήθηκαν και πως τα τελευταία χρόνια έχουν γιγαντωθεί.
Η πρώτη καταγεγραμμένη χρηματοοικονομική offshore υπήρξε στη Βιέννη το 1815, όταν η ουδετερότητα της Ελβετίας ιδρύθηκε στο συνέδριο της Βιέννης. Η «χαλάρωση» των incorporation νόμων υπογράφηκε στο Delaware των ΗΠΑ το 1889, και ενδυναμώθηκε από την υποχώρηση της βρετανικής αυτοκρατορίας, κατά τον 19ο αιώνα, όπου και εμφανίζονται εταιρείες του City του Λονδίνου καθώς και αμερικανικές εταιρείες, να μεταφέρουν την έδρα τους στο Jersey, περιορίζοντας με αυτό τον τρόπο τους φόρους που όφειλαν να πληρώσουν.
Το 1925 η Μεγάλη Βρετανία δημιούργησε νόμο, σύμφωνα με τον οποίο διευκόλυνε τα άτομα να χρησιμοποιήσουν trust, ώστε να διατηρήσουν τις οικονομικές τους υποθέσεις στο «σκοτάδι», ενώ το 1934 η Ελβετία δημιούργησε το τραπεζικό απόρρητο για τις τράπεζες της.
Σύμφωνα, με το πρακτορείο Bloomberg, πάνω από το 30% των 200 πλουσιότερων ανθρώπων στον κόσμο, κατέχει μία υπεράκτια εταιρεία, μέσω της οποίας γλυτώνει φόρους.
Επίσης, το 1957 μεταξύ της τράπεζας της Αγγλίας και των βρετανικών τραπεζών, έγινε συμφωνία, σύμφωνα με την οποία ανεπίσημα και προσωρινά, οι βρετανικές τράπεζες θα μπορούσαν να μεταφέρουν μη νόμιμες συμφωνίες, καθώς και συνάλλαγμα, μεταξύ αυτών και των μη Βρετανών πελατών τους.
Το 1998 ο νόμος περί αποφυγής διπλής φορολόγησης, ενίσχυσε και αύξησε τις υπεράκτιες εταιρείες ανά τον κόσμο, με τις οποίες οι ιδιοκτήτες τους γλυτώνουν δισεκατομμύρια φόρους ετησίως, επιβαρύνοντας ακόμη περισσότερο τους υπόλοιπους πολίτες.
Φυσικά, η χρήση των υπεράκτιων εταιρειών δεν μηδενίζει τους φόρους κάποιας εταιρείας, απλά τους μειώνει στο ελάχιστο, παρέχοντας την δυνατότητα στις πολυεθνικές εταιρείες τις ενδοομιλικές συναλλαγές, όπου κάπου στη «μέση» χάνονται σταδιακά τα ίχνη του χρήματος.
Στον κόσμο υπάρχουν περίπου εξήντα επικράτειες εχεμύθειας, χωρισμένες κυρίως σε τέσσερις κατηγορίες, όπου σύμφωνα με αυτές, την πρώτη κατηγορία αποτελούν οι ευρωπαϊκοί παράδεισοι, την δεύτερη μία βρετανική ζώνη με κέντρο το City του Λονδίνου, η οποία εκτείνεται σε όλη την υφήλιο και βασίζεται κυρίως στην πρώην βρετανική αυτοκρατορία, την τρίτη κατηγορία αποτελεί μία ζώνη επιρροής με έδρα τις ΗΠΑ, ενώ την τέταρτη αποτελεί ένας μικρός αριθμός αταξινόμητων ιδιόρρυθμων περιπτώσεων όπως η Σομαλία και η Ουρουγουάη, οι οποίες όμως δεν έχουν αναπτυχθεί ιδιαίτερα.
Να σημειώσουμε, πως κάθε κατηγορία αποτελείται από διάφορες άλλες υπό-κατηγορίες, κάνοντας στην ουσία αδύνατο οποιοδήποτε έλεγχο από τις κρατικές ελεγκτικές αρχές, καθώς πέραν της πολυπλοκότητας του δικτύου των υπεράκτιων εταιρειών, αυτές προστατεύονται από νόμους εχεμύθειας απαγορεύοντας στην ουσία την παροχή οποιασδήποτε πληροφόρησης αφορά τις εν λόγο εταιρείες. Πέραν του νόμου, επικρατεί και ομερτά μεταξύ των ανθρώπων του χώρου, και όπως θα δούμε και παρακάτω η παραβίαση αυτής, συνήθως οδηγεί σε απόπειρες δολοφονίας.
Ίσως το πιο ισχυρό κέντρο υπεράκτιων εταιρειών, αποτελεί το City του Λονδίνου το οποίο διοικείται από τον Οργανισμό του City, και το οποίο διαχειρίζεται τρία ειδικά κεφάλαια: το πρώτο είναι το City Bridge Fund και το οποίο πραγματοποιεί ετησίως φιλανθρωπικές δωρεές αξίας σχεδόν 15 εκατομμυρίων στερλινών, το δεύτερο είναι το City Fund που προκύπτει από έσοδα από ενοίκια και τόκους, καθώς και από χρήματα της κεντρικής κυβέρνησης, και καλύπτει τα καθημερινά έξοδα λειτουργίας του Οργανισμού ως δημοτικής αρχής, και το τρίτο και σημαντικότερο είναι το City Cash, όπου παρά του ότι το City παραδέχεται την ύπαρξη του, δεν αναφέρει περισσότερες λεπτομέρειες δηλώνοντας απλά ότι είναι ένα ιδιωτικό κεφάλαιο, που έχει συσσωρευτεί εδώ και οκτώ αιώνες.
Αξίζει να σημειώσουμε, μέσω υπεράκτιων εταιρειών πραγματοποιούνται και αρκετές επενδύσεις διαφόρων funds. Αξίζει να κοιτάξει κανείς το μηνιαίο στατιστικό δελτίο ΑξίαNumbers που δημοσιεύει η ΕΧΑΕ, ώστε να διαπιστώσει πως και στο ελληνικό χρηματιστήριο υπάρχουν αρκετές υπεράκτιες εταιρείες με έδρα τα νησιά Κέυμαν, ή το Τζέρσευ που επενδύουν σε ελληνικές μετοχές, χωρίς όμως ωστόσο κανένας επίσημος φορέας να γνωρίζει το ποιος κρύβεται πίσω από αυτές τις εταιρείες ή ακόμη την προέλευση των χρημάτων τους.
Ο επικίνδυνος χώρος των υπεράκτιων εταιρειών, αποδεικνύεται από ένα απόσπασμα του βιβλίου «Blood Bankers» του πρώην επικεφαλής οικονομολόγου της McKinsey Τζιμ Χένρι, όπου αναφέρει απόπειρα δολοφονίας ενός Αμερικανού τραπεζίτη της MHT Bank, έπειτα από έλεγχο της κεντρικής τράπεζας των Φιλιππίνων, όπου διαπίστωσε πως ενώ η τράπεζα του είχε εμβάσει πόσο 5 δισεκατομμυρίων δολαρίων, αυτά ουδέποτε «φάνηκαν» στους λογαριασμούς της κεντρικής τράπεζας. Την επόμενη ημέρα κι ενώ έλαβε το πρωινό του, αναχώρησε για το Τόκιο όπου κατά την διάρκεια της διαδρομής άρρωστησε και κατά την επιστροφή του στην πατρίδα κυριεύτηκε από σπασμούς. Νοσηλεύτηκε σε νοσοκομείο του Βανκούβερ για τρεις ημέρες, όπου σύμφωνα τους γιατρούς μολύνθηκε από μία «άγνωστη τοξίνη». Προφανώς και το γεγονός απωσιωπήθηκε, από την Ομοσπονδιακή Τράπεζα της Νέας Υόρκης όπου ανέφερε το γεγονός.
Πέραν όμως του τιμήματος του «σπασίματος» της ομερτά, και πέραν των φορολογικών πλεονεκτημάτων που προσφέρει μία υπεράκτια εταιρεία στον κάτοχο της, αξίζει να αναφέρουμε και τα τεράστια κέρδη που προσφέρει στις offshore τράπεζες σε σχέση με τις κλασσικές.
Πως λειτουργούν
Ας πάρουμε το υποθετικό παράδειγμα μίας κλασσικής εμπορικής τράπεζας, η οποία για κάθε κατάθεση $100 μπορεί να δανείζει μόνο τα $90, καθώς ποσοστό 10% το διατηρεί υπό μορφή ρευστών διαθεσίμων. Τα $90 δολάρια ας υποθέσουμε ότι τα δανείζει με επιτόκιο 5% της οποίας της αποφέρουν $4,5 δολάρια, εκ των οποίων πληρώνει ένα τόκο στους καταθέτες της 4%. Απομένουν επομένως, πενήντα σεντς, όπου αφαιρώντας και τα λειτουργικά της έξοδα (ας υποθέσουμε σαράντα σεντς) απομένει ένα κέρδος δέκα σεντς.
Ας περάσουμε τώρα στην περίπτωση μιας υπεράκτιας τράπεζας στο City του Λονδίνου, η οποία δεν υποχρεούται να διατηρεί το 10% των καταθέσεων της ως ρευστά διαθέσιμα. Επομένως, έχει την δυνατότητα να δανείσει και τα $100 με επιτόκιο 5%, να καταβάλει στους καταθέτες ένα επιτόκιο 4%, κι εάν αφαιρέσουμε και το λειτουργικό κόστος των σαράντα σεντς, τότε της απομένει ένα καθαρό κέρδος εξήντα σεντς, δηλαδή εξαπλάσια κέρδη από την κλασσική εμπορική τράπεζα! Σας θυμίζει μήπως κάτι αυτό; Ίσως την χρηματοπιστωτική κρίση ή ακόμη ακόμη και εξήγηση της προθυμίας των κεντρικών τραπεζών να στηρίξουν τις τράπεζες, κρατικοποιώντας τις ζημίες και ιδιωτικοποιώντας τα κέρδη; Μπορεί να είναι έτσι, μπορεί και όχι, την αλήθεια ίσως να μην την μάθουμε ποτέ, αλλά σίγουρα αυτό που γνωρίζουμε καλά, είναι ότι το παγκόσμιο σύστημα υπεράκτιων εταιρειών βλάπτει σοβαρά τον καπιταλισμό.
Μερικά εκ των παραπάνω, και ακόμη πιο ενδιαφέροντα πράγματα σχετικά με τις υπεράκτιες εταιρείες και τον τρόπο λειτουργίας τους, μπορεί κάποιος να διαβάσει στο πολύ ενδιαφέρον βιβλίο του Βρετανού συγγραφέα, δημοσιογράφο και συνεργάτη του βασιλικού Ινστιτούτου Διεθνών Υποθέσεων του Λονδίνου, Nicholas Shaxson “Treasure Islands”, το οποίο κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Παπαδόπουλος.