Του Βασίλη Γεώργα
Ο Βόλφγκανγ Σόιμπλε έστειλε με τον πιο ξεκάθαρο τρόπο το μήνυμα του Βερολίνου στον Αλέξη Τσίπρα να ετοιμάζεται για μακροχρόνιες διαπραγματεύσεις με στόχο ένα 4ο μνημόνιο «made in Germany» εφόσον η κυβέρνησή του επιλέξει να μην πάρει τελικά τη συμφωνία που βρίσκεται στο τραπέζι και η οποία διασφαλίζει τη χρηματοδοτική συμμετοχή του ΔΝΤ.
Αυτό που απομένει να μάθουμε τις αμέσως επόμενες ημέρες είναι αν η ελληνική κυβέρνηση διάβασε σωστά την προειδοποίηση του Γερμανού υπουργού Οικονομικών και του Γάλλου Επιτρόπου Πιερ Μοσκοβισί ότι η στρατηγική «απομόνωσης» του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου είναι επί της ουσίας ατελέσφορη εφόσον το αποτέλεσμά ενός ευρωπαϊκού μνημονίου θα είναι εκ των πραγμάτων το ίδιο ή περισσότερο επώδυνο και πολύ πιο επικίνδυνο για την Ελλάδα. Το συμπέρασμα από τις εξελίξεις των τελευταίων 24ώρων είναι πως η ευρωζώνη δεν προτίθεται να κάνει πίσω ούτε στον στόχο για πολυετή πρωτογενή πλεονάσματα του 3,5% και τη μείωση του χρέους, ούτε όμως και στις δεσμεύσεις που ζητά από την Ελλάδα να αναλάβει ως εγγύηση ότι οι στόχοι αυτοί θα επιτευχθούν. Συνεπώς αυτός που θα πρέπει να οπισθοχωρήσει είναι η κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ/ΑΝΕΛ την οποία θα πρέπει να πείσει με τη βοήθεια του Β. Σόιμπλε ο Αλέξης Τσίπρας.
Από τις πρώτες αντιδράσεις η κυβέρνηση δείχνει σαν να αντιλαμβάνεται την παγίδα που έχει στηθεί, αλλά να αμφιταλαντεύεται για το αν πρέπει να πανηγυρίσει την αυταπάτη ότι ένα γερμανικό μνημόνιο θα είναι καλύτερο από το σημερινό. Γι' αυτό χαρακτήρισε μεν «καλοδεχούμενη» την άποψη Σόιμπλε ότι μπορεί πλέον να ενεργοποιηθεί ο ESM σε ρόλο ΔΝΤ, αλλά εμμέσως πλην σαφώς παραδέχθηκε ότι θα υπάρξει σοβαρό πρόβλημα αν οι πρωτοβουλίες και οι αποφάσεις δεν ληφθούν γρήγορα.
Όχι τυχαία η ευρωζώνη προειδοποιεί πλέον ότι η Ελλάδα έχει μπροστά της μια τελευταία ευκαιρία για φέτος να κάνει αποδεκτούς τους όρους που της τίθενται γιατί διαφορετικά όλη αυτή η διελκυστίνδα θα στερήσει πολύτιμο χρόνο και στο τέλος μπορεί να αλλάξει δραματικά τα δεδομένα και την αρχιτεκτονική του προγράμματος οδηγώντας νομοτελειακά σε ένα νέο μνημόνιο με εξίσου αυστηρούς όρους και διασφαλίσεις.
Όπως έχουν τα πράγματα σήμερα, το ρίσκο για τη χώρα είναι προφανώς μεγαλύτερο από τα δυνητικά οφέλη διότι οποιαδήποτε νέα διαπραγμάτευση των όρων του προγράμματος συνεπάγεται μεγάλη χρονική παράταση των συζητήσεων σε μια περίοδο που τα πάντα θα παγώσουν λόγω των εκλογικών αναμετρήσεων που επίκεινται. Η αλυσίδα των επιπτώσεων είναι εύκολα προβλέψιμη: Οι καθυστερήσεις με τη σειρά τους θα κλείσουν την πόρτα της ποσοτικής χαλάρωσης και της προετοιμασίας εξόδου στις αγορές, θα μπορούσαν να δημιουργήσουν νέα μαύρη τρύπα στην οικονομία ή ακόμη να αναζωπυρώσουν σενάρια χρεοκοπίας αν φτάσουμε στον Ιούλιο (7,4 δις. ευρώ οι χρηματοδοτικές ανάγκες) και εν τέλει μπορεί να οδηγήσουν σε κατάρρευση όλου του αφηγήματος για ανάκαμψη στο οποίο έχει στηριχτεί η κυβέρνηση.
Το μπαλάκι έχει πεταχτεί αριστοτεχνικά και πάλι στο γήπεδο της Ελλάδας. Είναι η κυβέρνηση η οποία καλείται να αποφασίσει πολύ γρήγορα αν θα κάνει αποδεκτά τα πρόσθετα μέτρα που ζητούνται (μείωση αφορολόγητου ορίου, συντάξεις κλπ) ώστε να προχωρήσει το 3ο μνημόνιο με τη συμμετοχή του ΔΝΤ, ή να επιλέξει την εξ αρχής διαπραγμάτευση με τον ESM για ένα νέο μνημόνιο το οποίο θα πρέπει παράλληλα να ξαναπεράσει από τα κοινοβούλια.
Μπορεί να είναι θετικό ότι για πρώτη φορά ο Β. Σόιμπλε «καθησύχασε» ότι η ευρωζώνη θα συνεχίσει να παρέχει βοήθεια στην Ελλάδα ακόμη και αν καταρρεύσει το τρίτο μνημόνιο, αλλά στην ουσία όλοι αντιλαμβάνονται πως η αναζωπύρωση μιας τέτοιας συζήτησης εν μέσω εκλογών στη Γερμανία ευνοεί περισσότερο τα σενάρια του Grexit. O ίδιος ο Γερμανός υπουργός Οικονομικών το έκανε σαφές λέγοντας πως «η Ελλάδα επέλεξε έναν μακρύ και δύσκολο δρόμο. Το 2015 αποφάσισε να υλοποιήσει τις υποχρεώσεις της ως μέλος της ευρωζώνης και να παραιτηθεί από την εναλλακτική λύση της εξόδου από το ευρώ. Τώρα πρέπει να επιμείνουμε να τηρηθούν οι δεσμεύσεις. Διαφορετικά το ευρώ δεν θα αντέξει στο χρόνο με την υπάρχουσα δομή».
Στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν πολλοί που να πιστεύουν πλέον ότι η κυβέρνηση Τσίπρα θα έχει πλέον τον παραμικρό δισταγμό να τα κλείσει όλα και πολύ γρήγορα. Τα μηνύματα που έλαβε είναι σαφή και όλα δείχνουν πως θα καταβάλει προσπάθειες ώστε μέχρι το Eurogroup της 26ης Ιανουαρίου να έχει τελειώσει η προεργασία για την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης με όλα τα δύσκολα μέτρα που θα εμπεριέχει, και με την ελπίδα ότι θα καταστούν εφικτές κάποιες επιμέρους «παραχωρήσεις» από τους πιστωτές ώστε η συμφωνία να καταστεί κατά το δυνατόν πολιτικά διαχειρίσιμη.
Αν υπάρχει μια πιθανότητα να μην τα καταφέρει ο Αλέξης Τσίπρας, αυτό θα προκύψει μόνο από κάποιο «ατύχημα» που δεν θα είναι όμως αποτέλεσμα μιας «σύγκρουσης» με τους δανειστές αλλά της αναμέτρησης με την κοινοβουλευτική του ομάδα για τα νέα μέτρα που θα πρέπει να ψηφίσει.