Το ρόλο της ναυτιλίας στην ελληνική οικονομία εξήρε ο υπουργός Οικονομικών Χρήστος Σταϊκούρας, σημειώνοντας ότι το 2021 συνεισέφερε σε εισαγόμενο συνάλλαγμα 18,7 δισ. ευρώ– το υψηλότερο επίπεδο μετά το 2008- ενώ οι θαλάσσιες μεταφορές συνεισφέρουν περισσότερο από το 3% της ακαθάριστης προστιθέμενης αξίας και ανέρχονται – συνολικά – περίπου στο 7% του ΑΕΠ, άμεσα και έμμεσα.
Μιλώντας σήμερα στη Ναυτιλιακή Λέσχη Πειραιώς, με θέμα: «Πορεία και προοπτικές της ελληνικής οικονομίας και η κομβική συμβολή της Ναυτιλίας στην ανάπτυξη» ο υπουργός Οικονομικών υπογράμμισε πως «η νέα κρίση που διερχόμαστε, πλήττει μεν, αλλά φαίνεται να μην εκτρέπει την οικονομία μας, ούτε τους στόχους που έχει θέσει η Κυβέρνηση στο πεδίο της οικονομίας. Δημιουργεί πρόσθετες δυσκολίες, αλλά δεν θα οδηγήσει σε μη αναστρέψιμες καταστάσεις. «Θολώνει» τα επιτεύγματα και τις ευοίωνες προοπτικές της χώρας, αλλά δεν ακυρώνει τη διεθνώς καλή εικόνα της», σύμφωνα με την ΕΡΤ.
Ο κ. Σταικούρας αφού αναφέρθηκε στην κατάσταση στην οποία βρίσκεται σήμερα η ελληνική οικονομία και τις πρωτοβουλίες που έλαβε η κυβέρνηση για τον περιορισμό των επιπτώσεων των διαδοχικών κρίσεων (υγειονομικής και ενεργειακής)
Επικαλούμενος τα στοιχεία της Ένωσης Ελλήνων Εφοπλιστών, πρόσθεσε ακόμα ότι:
-Η χώρα μας παραμένει η κορυφαία ναυτιλιακή χώρα στον κόσμο, καθώς ο ελληνόκτητος στόλος αριθμεί 5.514 πλοία, ελέγχει περίπου το 21% του παγκόσμιου στόλου σε όρους συνολικής μεταφορικής ικανότητας, αντιπροσωπεύει το 59% του στόλου που ελέγχεται από κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης και αποτελεί τον μεγαλύτερο διασυνοριακό μεταφορέα παγκοσμίως.
-Η ναυτιλιακή βιομηχανία προσφέρει, άμεσα και έμμεσα, 200.000 θέσεις εργασίας, ασκεί πολλαπλασιαστικές θετικές επιδράσεις σε πολλούς τομείς οικονομικής δραστηριότητας και συνεισφέρει στην παγκόσμια ανάπτυξη, καλύπτοντας μεταφορικές ανάγκες σε όλες τις γωνιές του πλανήτη, με έναν ανανεωμένο, μικρής ηλικίας, στόλο.
-Οι ναυτιλιακές εταιρείες, διαχειρίστριες και ναυλώτριες ποντοπόρων πλοίων, που βρίσκονται εγκατεστημένες στην Ελλάδα, κατά κύριο λόγο στον Πειραιά, ξεπερνούν τις 1.487, ενώ λειτουργούν και περισσότερες από 3.600 ναυτικές εταιρείες, καθιστώντας τον Πειραιά ναυτιλιακό κέντρο διεθνούς εμβέλειας και βάση τεχνογνωσίας στην τεχνική και εμπορική διαχείριση πλοίων.
-Σε επίπεδο δημοσίων εσόδων, η συνεισφορά της ναυτιλίας από τον φόρο χωρητικότητας, που πλέον επιβάλλεται και στα πλοία με ξένη σημαία, είναι σημαντική: από τα μόλις 13,3 εκατ. ευρώ το 2012, στα 98 εκατ. ευρώ το 2021.
Αναφερόμενος στο μέλλον της ελληνόκτητης ναυτιλίας, τόνισε ότι καθοριστικό ρόλο για την περαιτέρω ανάπτυξή της, διαδραμάτισαν οι πολιτικές του Ελληνικού Κράτους, μέσω των οποίων διασφαλίστηκε η φορολόγηση της ναυτιλιακής δραστηριότητας και των ναυτιλιακών κερδών με βάση το κριτήριο της σημαίας.
«Είναι γνωστό ότι το κριτήριο της σημαίας και της φορολόγησης με βάση τη χωρητικότητα του πλοίου, διαφυλάχθηκαν σε όλες τις διαπραγματεύσεις που αφορούσαν τη σύναψη διμερών Συμβάσεων Αποφυγής Διπλής Φορολογίας στο εισόδημα και το κεφάλαιο με 57 – μέχρι σήμερα – κράτη, με βάση την πρότυπη σύμβαση του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) », πρόσθεσε.
Για τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει η ναυτιλία επεσήμανε ότι:« πρώτη και σημαντική πρόκληση είναι η προσέλκυση περισσότερων πλοίων στην ελληνική σημαία ή περισσότερων πλοίων για εμπορική διαχείριση στην Ελλάδα, καθώς και η επέκταση και διεύρυνση των παρεχομένων υπηρεσιών του ευρύτερου ναυτιλιακού χώρου (maritime cluster), συμπεριλαμβανομένων αυτών των ναυπηγείων.
Ειδικά για τα ναυπηγεία, στο πεδίο ευθύνης του Υπουργείου Οικονομικών, μεγάλη πρόκληση ήταν η εξυγίανση των Ναυπηγείων Σκαραμαγκά, των μεγαλύτερων Ναυπηγείων της χώρας αλλά και ολόκληρης της ανατολικής Μεσογείου, σημείωσε.