Του Νικήτα Παπαντωνίου*
Ο τραπεζικός τομέας στην Ελλάδα έχει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα των κόκκινων δανείων. Αυτό πρέπει να γίνει αφενός με κοινωνικά αλλά και με οικονομικά κριτήρια που θα δώσουν την απαραίτητη ώθηση στην ελληνική οικονομία.
Τι είναι αλήθεια τα κόκκινα δάνεια; Τα κόκκινα δάνεια είναι τα λεγόμενα NPLs (Non-Performing Loans) και NPEs (Non-Performing Exposures). Τα πρώτα είναι τα δάνεια που είναι σε καθυστέρηση μεγαλύτερη των 90 ημερών (NPLs) και τα δεύτερα (NPEs) είναι ένα υπερσύνολο το οποίο περιέχει αυτά των 90 ημερών καθώς και κάποια δάνεια που είτε είναι ρυθμισμένα στο παρελθόν και είναι ξανά σε καθυστέρηση 30-60 ημερών είτε δάνεια τα οποία η καθυστέρηση είναι μικρότερη των 90 ημερών αλλά δεν έχουν επαρκείς καλύψεις. Αποχαρακτηρισμός των NPEs σε κανονικό status αποπληρωμής απαιτεί έναν χρόνο με σωστή συμπεριφορά στην ρύθμιση από τον δανειολήπτη.
Σύμφωνα με την Τράπεζα της Ελλάδος τα NPEs για τον Μάρτιο του 2017 έφτασαν τα 103.4 δις ευρώ. Η στοχοθέτηση από τον SSM (τον μηχανισμός επιτήρησης) είναι να φτάσουν στο τέλος του 2019 τα 66.7 δις ευρώ. Επομένως έχουμε να αντιμετωπίσουμε ως οικονομία μία μείωση άνω των 35 δις ευρώ που θα αφορά μετόχους εταιρειών, ιδιοκτήτες ακινήτων, ελεύθερους επαγγελματίες καθώς και δανειολήπτες καταναλωτικής πίστης.
Ένα ερώτημα που τίθεται από πάρα πολλούς είναι το: «Γιατί είναι τόσο σημαντικό το θέμα των κόκκινων δανείων για την Ελληνική οικονομία»; Η απάντηση είναι πολύπλευρη αλλά τα βασικότερα σημεία είναι τα εξής:
- Οι τράπεζες έχουν «δεσμεύσει» κεφάλαια στην δημιουργία προβλέψεων για τα κόκκινα δάνεια.
- Αυξάνουν το ρίσκο στο ενεργητικό των τραπεζικών ισολογισμών.
- Αυξάνεται το κόστος χρηματοδότησης των τραπεζών.
Οι τράπεζες όταν υπάρχει καθυστέρηση στην αποπληρωμή των δανείων τους, «τραβάνε» προβλέψεις ώστε σε περίπτωση αθέτησης της δανειακής σύμβασης να μην δημιουργείται πρόβλημα στον ισολογισμό τους. Αυτές οι προβλέψεις αποτελούν μία δέσμευση κεφαλαίων, τα οποία υπό άλλες συνθήκες θα κατευθυνόντουσαν στην πραγματική οικονομία. Αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση της ρευστότητας στην τοπική οικονομία, ενώ ταυτόχρονα θα βελτίωνε σημαντικά την κερδοφορία των τραπεζικών ιδρυμάτων.
Το ποσοστό των NPEs και των NPLs για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες στο 1ο εξάμηνο του 2017 είναι 49.3% και 36.0% αντίστοιχα. Όπως είναι εύκολα κατανοητό, με δεδομένο ότι τα δάνεια είναι το κύριο στοιχείο του ενεργητικού των Ελληνικών τραπεζών, η ποιότητα τους χαρακτηρίζεται «φτωχή» καθώς υπάρχει τόσο μεγάλο ποσοστό καθυστερήσεων στην εξυπηρέτησή τους. Αποτέλεσμα των ανωτέρω είναι η μεγάλη δημιουργία αθροιστικών προβλέψεων που φτάνει κατά μέσο όσο 24.7% του μικτού (προ προβλέψεων) δανειακού χαρτοφυλακίου. Σαν φυσικό επακόλουθο έρχεται η χαμηλή αποτίμηση των Ελληνικών τραπεζών στο ταμπλό του Ελληνικού χρηματιστηρίου με αποτέλεσμα οι τέσσερις συστημικές τράπεζες να έχουν αποτίμηση λίγο πάνω από τα 7 δις ευρώ μετά από τις 3 ανακεφαλαιοποιήσεις.
Το μέγεθος των κόκκινων δανείων έχει ως αποτέλεσμα την χαμηλή πιστοληπτική ικανότητα των ελληνικών τραπεζών. Αυτό από μόνο του αυξάνει το κόστος του δανεισμού τους είτε από τους «φοβισμένους» καταθέτες όσο και από την μικρή συνεισφορά της διατραπεζικής αγοράς. Το κόστος αυτό δυστυχώς μεταφέρεται στους δανειολήπτες μειώνοντας την ανταγωνιστικότητα της Ελληνικής οικονομίας. Το αυξημένο κόστος μαζί με την απροθυμία της κυβέρνησης για μεταρρυθμίσεις και άμεσες ξένες επενδύσεις παρακωλύουν την ελληνική επιχειρηματικότητα και οικονομία από τον δρόμο της ανάπτυξης.
Τα κόκκινα δάνεια είναι ένα θέμα οικονομικό μα πρωτίστως κοινωνικό. Αυτό απαιτεί λεπτούς και ακριβείς χειρισμούς από τους κυβερνώντες. Το θέμα είναι να γίνει σωστά και σε λογικό χρόνο ώστε οι υγιείς επιχειρήσεις να μπορούν να αναπτυχθούν ενώ ταυτόχρονα τα κουφάρια των εταιρειών να μην μένουν «ζωντανά» αφήνοντας εργαζομένους απλήρωτους, τα ασφαλιστικά ταμεία χρεωμένα και την εφορία «στο περίμενε».
* Ο κ. Νικήτας Παπαντωνίου είναι πρώην CFO της Nobacco, στέλεχος σε εταιρεία ενέργειας και αναλυτής της Eurobank και νυν σύμβουλος στο ΕΒΕΑ, πολιτικό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, που έχει περάσει από τη διαδικασία του Μητρώου Πολιτικών Στελεχών μετέχοντας στις επιτροπές Οικονομίας, Ανάπτυξης και Ενέργειας.