Του Γιώργου Φιντικάκη
Απόδειξη του μνημονίου διαρκείας στο οποίο είναι δεμένη η ΔΕΗ αποτελεί το γεγονός ότι το 70% των εσόδων που θα εισπράξει από την πώληση των λιγνιτικών της μονάδων, θα καταλήξει στις τράπεζες για την εξυπηρέτηση των δανείων της.
Αυτός είναι ένας από τους βασικούς όρους της σύμβασης που η επιχείρηση ανακοίνωσε την Παρασκευή ότι υπέγραψε με τις τέσσερις συστημικές τράπεζες για την αναχρηματοδότηση δύο κοινοπρακτικών της δανείων, συνολικού ύψους 1,3 δισ. ευρώ, με αναμενόμενα «αλμυρό» επιτόκιο, ύψους 5,8%.
Στην πράξη επιβεβαιώνονται όλοι όσοι υποστηρίζουν εδώ και χρόνια ότι η κυβέρνηση πέρασε από τη Μικρή ΔΕΗ στη μισή ΔΕΗ, δίχως ουσιαστικό χρηματικό αντάλλαγμα για την ίδια, αφού στο ταμείο της η επιχείρηση δεν πρόκειται να βάλει παρά ψίχουλα.
Αρκεί κανείς να σκεφτεί ότι οι εκτιμήσεις για τα προσδοκώμενα χρήματα από την πώληση των μονάδων της ΔΕΗ, που υποτίθεται ότι θα δώσουν μια ένεση ρευστού στα οικονομικά της, έχουν προσγειωθεί (λόγω εκτίναξης των δικαιωμάτων CO2 κ.ο.κ.) στα επίπεδα των μερικών εκατοντάδων εκατ. ευρώ. Ακόμη λοιπόν κι απ' αυτά τα λιγοστά έσοδα, το 70% δεν θα προλάβει καν να το δει η ΔΕΗ, αφού θα καταλήξει στις τράπεζες για την εξυπηρέτηση των δανείων της.
Τέτοιες λεπτομέρειες για τους όρους των συμβάσεων δεν παρέχονται στη λακωνική ανακοίνωση της Παρασκευής. Αυτές μπορεί κανείς να τις βρει στις ενδιάμεσες συνοπτικές οικονομικές καταστάσεις της ΔΕΗ, της 30ής/6/2018 (εγκρίθηκαν από το Δ.Σ. στις 25 Σεπτεμβρίου), όπου σχετικά με τα δύο ομολογιακά δάνεια ύψους 1,26 δισ. αναφέρουν ότι «το 70% των προσόδων από την πώληση των δύο λιγνιτικών θυγατρικών που δημιουργήθηκαν βάσει των διατάξεων του ν. 4533/2018, θα κατευθυνθούν στην αποπληρωμή των ανωτέρω δανειακών υποχρεώσεων».
Η ειρωνεία είναι ότι η διοίκηση της ΔΕΗ χαρακτηρίζει τη συμφωνία αναχρηματοδότησης των δανείων της ως «ψήφο εμπιστοσύνης» προς την ίδια εκ μέρους των τραπεζών. Αν ήταν έτσι, τότε οι τράπεζες δεν θα απαιτούσαν για να την χρηματοδοτήσουν το 70% των χρημάτων από την πώληση των μονάδων της, παρά θα αρκούνταν για παράδειγμα, στο 25%, ποσοστό που διαπραγματευόταν αρχικά μαζί τους η διοίκηση.
Αν επίσης η ΔΕΗ αντιμετωπίζονταν ως μια υγιής επιχείρηση, τότε η αναχρηματοδότηση των δύο δανείων, (1,2 δισ. και 175. εκατ.) δεν θα γινόταν με επιτόκια 5,75% και 5,80%, αντίστοιχα. Αν και βρίσκονται κάτω από τα επίπεδα στα οποία αυτά είχαν συναφθεί το 2014 (5,80% και 6,50%), δεν παύουν ωστόσο να θεωρούνται πολύ υψηλά και να αντανακλούν την τρέχουσα πιστοληπτική αξιολόγηση της εταιρείας.
Το ίδιο είχε συμβεί με τον ΑΔΜΗΕ
Δεν είναι η πρώτη φορά που οι τράπεζες αντιμετωπίζουν κατ' αυτό τον τρόπο τη ΔΕΗ. Είναι νωπή η περιπέτεια του 2017 για την εξασφάλιση από τη ΔΕΗ κοινοπρακτικού δανείου 200 εκατ. ευρώ, όταν λόγω απόσχισης του ΑΔΜΗΕ, και προκειμένου οι τράπεζες να της ανοίξουν μια νέα γραμμή χρηματοδότησης, απαίτησαν και πέτυχαν, να τους εκχωρήσει μελλοντικά έσοδα μερικών από τους πιο καλοπληρωτές πελάτες της. Αρχικά μάλιστα είχαν μπλοκάρει τις σχετικές αποφάσεις της γενικής συνέλευσης της ΔΕΗ και για να δοθεί το πράσινο φως, είχε χρειαστεί η παρέμβαση του υπουργείου Οικονομικών, καθώς και μακρές διαπραγματεύσεις με τη διοίκηση Παναγιωτάκη.
Δείγμα του μνημονίου διαρκείας της ΔΕΗ είναι και ότι οι τράπεζες παρακολουθούν στενά το 5ετές επενδυτικό της πρόγραμμα που ανέλαβε να καταρτίσει η McKinsey. Βασικά επίσης προαπαιτούμενα για κάθε νέα χρηματοδότηση από τις τράπεζες, είναι η μείωση των λειτουργικών δαπανών και η ενίσχυση των εσόδων της ΔΕΗ. Το ίδιο ισχύει και για την επίτευξη των στόχων περιορισμού των ανεξόφλητων οφειλών που έχει θέσει η ΔΕΗ συνεπικουρούμενη από την Qualco, και οι οποίες, παρά μια κάποια μείωση, συνεχίζουν να κινούνται στα υψηλά επίπεδα των 2,4 δισ. ευρώ.