Του Γιώργου Φιντικάκη
Χρωστάει πολλά και της χρωστούν οι πάντες, ψάχνει απαντήσεις για την επόμενη ημέρα χωρίς να τις έχει ακόμη βρει, και ποντάρει σε ένα καλό τίμημα από την πώληση των λιγνιτικών της μονάδων.
Βάζει όμως τον πήχη ψηλά και κινδυνεύει αν κάτι πάει στραβά, να περάσει από κάτω. Είναι ο “μεγάλος ασθενής της ενέργειας”, όπως αποκαλούν τη ΔΕΗ στην αγορά, όχι μόνο γιατί βιώνει μια πρωτόγνωρη για την ίδια κατάσταση υποχρεωτικής μνημονιακής σμίκρυνσης, όσο κυρίως γιατί χρόνια καταστροφικών επιλογών, την έχουν φέρει αντιμέτωπη με την “τέλεια καταιγίδα”.
Αφενός να πρέπει να διαχειριστεί τις επιπτώσεις από τη συμφωνία με τους δανειστές για πώληση του 40% των λιγνιτικών της μονάδων, αφετέρου όμως να κινδυνεύει με επαχθείς όρους από τις τράπεζες, καθώς η απομείωση της περιουσιακής της βάσης, έχει επιπτώσεις σε δανειακές συμβάσεις πολλών δισεκατομμυρίων.
Από τη μία να εισπράττει 500 εκατ. ευρώ από τη πώληση του ΑΔΜΗΕ και 360 εκατ. ευρώ από το κοινωνικό μέρισμα, όμως από την άλλη, τα περισσότερα από αυτά τα κεφάλαια να μην καταλήγουν σε επενδύσεις, παρά σε όσους χρωστά, δηλαδή τράπεζες, προμηθευτές, εργολάβους, φορείς της αγοράς.
Δίχως διάθεση για κινδυνολογία, το 2018 είναι χρονιά σκληρών αποφάσεων για τη ΔΕΗ. Καταρχήν, σε επίπεδο μείωσης προσωπικού, θέμα “ταμπού” για τους 10.950 εργαζόμενους (δίχως τους 6.500 του ΔΕΔΔΗΕ), το οποίο έχει ανοίξει, αφού ο μέσος όρος ηλικίας των εργαζομένων ξεπερνά τα 50 έτη.
Κατά δεύτερον, είναι η μεγάλη εικόνα της ανάγκης μετασχηματισμού της, από μια μονολιθικής διάστασης εταιρεία του Δημοσίου σε ένα σύγχρονο πολυσχιδή ενεργειακό όμιλο, με παρουσία στην αγορά φυσικού αερίου και στη παροχή ενεργειακών υπηρεσιών. Ζήτημα που επαναφέρει τη κουβέντα για γενναία ανανέωση προσωπικού, αφού το υφιστάμενο δεν έχει τις γνώσεις, και την εταιρική κουλτούρα για τέτοιας κλίμακας αλλαγές.
Τέλος είναι οι ευρύτερες προκλήσεις. Όπως η πανευρωπαϊκή μεταβολή του ενεργειακού μείγματος, από την απανθρακοποίηση στην πράσινη ενέργεια και τις ΑΠΕ, και φυσικά η εύρεση πόρων για την αποπληρωμή των μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων του 2019 (κοινοπρακτικό 1,3 δισ ευρώ προς ελληνικές τράπεζες, ομόλογο 350 εκατ., και δάνειο προς ΕΤΕπ 200 εκατ. ευρώ).
Το "δεν πληρώνω"
Τα προβλήματα δεν είναι τωρινά. Κυβερνήσεις επί κυβερνήσεων πειραματίστηκαν πάνω στη ΔΕΗ για να ασκήσουν φορολογική, επιχειρηματική και κοινωνική πολιτική, εξυπηρετώντας την εκλογική τους πελατεία. Πολλοί από τους σημερινούς κυβερνώντες πολιτεύθηκαν με πρόταγμα το “δεν πληρώνω”, υποσχέθηκαν μια νέα “σεισάχθεια”, και έφτασαν να δώσουν εντολή στη ΔΕΗ να μην κόβει το ρεύμα σε απλήρωτους λογαριασμούς κάτω των 1.000 ευρώ. Κάπως έτσι, έφτασαν τα ληξιπρόθεσμα χρέη στα 2,3 δισ. ευρώ (Μάρτιος 2018), ποσό που ξεπερνά το 40% του ετησίου τζίρου της (άνω των 5 δισ.).
Από αυτή τη ΔΕΗ, λείπει σήμερα το ζεστό χρήμα που θα είχε βάλει στο ταμείο εάν είχε ολοκληρωθεί η διαδικασία της “Μικρής ΔΕΗ” του 2014, και ο ΣΥΡΙΖΑ δεν την πολεμούσε λυσσαλέα ως αντιπολίτευση. Τελικά, και έπειτα από την απόφαση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου το 2016 για κατάχρηση από τη ΔΕΗ δεσπόζουσας θέσης στην αγορά λιγνίτη, κυβέρνηση και δανειστές συμφώνησαν στη πώληση δύο πακέτων μονάδων, ένα στο Βορρά (Μελίτη Ι, συν άδεια για Μελίτη ΙΙ), και ένα στο Νότο (Μεγαλόπολη ΙΙΙ, IV).
Το επίμαχο νομοσχέδιο κατατίθεται αυτή την εβδομάδα στη Βουλή, με στόχο ως το Μάιο να έχουν συσταθεί οι δύο προς πώληση θυγατρικές, ώστε να προκηρυχθεί ο διαγωνισμός, εγχείρημα που εγείρει τουλάχιστον δύο σοβαρά ερωτήματα.
Το πρώτο, αφορά το περιορισμένο μέχρι σήμερα επενδυτικό ενδιαφέρον. Κινεζικές εταιρείες, και ίσως κάποιες ελληνικές, εκτιμάται ότι θα ανταποκριθούν στο κάλεσμα, όχι όμως και δυτικοευρωπαϊκές, αφού η κοινοτική πολιτική για την κλιματική αλλαγή έχει καταστήσει τα στερεά καύσιμα επένδυση ασύμφορη. Από 5 ευρώ η μεγαβατώρα πέρυσι, το κόστος δικαιωμάτων CO2 έχει εκτιναχθεί στα 14 ευρώ φέτος, με πολλαπλασιαστικές τάσεις στο μέλλον.
Το κλειδί στις τράπεζες
Το δεύτερο, εστιάζεται στο ρόλο των τραπεζών, οι οποίες και έχουν τον τελευταίο λόγο. Σαν μεγάλοι πιστωτές της ΔΕΗ, πρέπει να συμφωνήσουν στη μεταβίβαση των μονάδων και στους όρους. Εφόσον κρίνουν ότι η πώληση, και το τίμημα, θέτει σε κίνδυνο τις δανειοδοτήσεις τους, ίσως ζητήσουν από την επιχείρηση επιπλέον εξασφαλίσεις.
Είναι νωπή η περιπέτεια της ΔΕΗ για την εξασφάλιση του κοινοπρακτικού δανείου των 200 εκατ. ευρώ, όταν λόγω απόσχισης του ΑΔΜΗΕ, οι τράπεζες της επέβαλαν δυσμενείς όρους. Τότε και προκειμένου να της ανοίξουν μια νέα γραμμή χρηματοδότησης, είχαν απαιτήσει να τους εκχωρήσει μελλοντικά έσοδα μερικών από τους πιο καλοπληρωτές πελάτες της.
Τυχαίο δεν είναι ότι το νέο business plan που καταρτίζει την περίοδο αυτή, για λογαριασμό της ΔΕΗ, η ΜcKinsey, βρίσκεται υπό τη στενή παρακολούθηση των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, αλλά και της ΕΤΕπ. Γεγονός που καταδεικνύει και τη βαρύτητα του θέματος, τόσο για τη ΔΕΗ, όσο και για το τραπεζικό σύστημα.
Μπορεί επομένως η ΔΕΗ να μην είναι το επίδικο εκείνο που θα κλονίσει την κυβερνητική συνοχή, και οι τυχόν διαφοροποιήσεις που θα εκδηλωθούν στην κοινοβουλευτική ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ να αποδειχθούν απολύτως επιφανειακές, ωστόσο οι ευθύνες για την σημερινή της θέση βαρύνουν πολλούς.
Ακόμη και σφοδροί πολέμιοι του σχεδίου της "Μικρής ΔΕΗ", αναγνωρίζουν σήμερα πως αυτό που κάποτε είχαν πολεμήσει ως την χειρότερη λύση, ίσως τελικά και να μην ήταν. Άλλες οι συνθήκες πώλησης μονάδων το 2014, και εντελώς άλλες σήμερα. Τα τωρινά χρήματα θα είναι πολύ λιγότερα από εκείνα που θα έβαζε στην τσέπη η ΔΕΗ πριν τρία χρόνια, και πολύ-πολύ λιγότερα αν τα πωλητήρια ενεργοποιούνταν το 2009, όταν καταδικάστηκε για πρώτη φορά η χώρα από το Ευρωδικαστήριο για το λιγνίτη.