Του Προκόπη Χατζηνικολάου
Περισσότερα από τα μισά χρήματα που δαπανά μία επιχείρηση για να πληρώσει τους εργαζόμενους της πηγαίνουν στο κράτος. Η τρομακτική αυτή αποκάλυψη είναι αποτέλεσμα της φορολογικής και ασφαλιστικής πολιτικής του κυβερνώντος κόμματος που οδήγησε χιλιάδες νέους να φύγουν στο εξωτερικό και χιλιάδες επιχειρήσεις να βάλουν λουκέτο. Ένα στέλεχος, όχι μεγάλο, μίας επιχείρησης στην Ελλάδα για να πάρει 40.000 ευρώ το χρόνο ή διαφορετικά 2.857 ευρώ καθαρά τον μήνα θα πρέπει ο επιχειρηματίας να βγάλει από την τσέπη του 100.000 η διαφορετικά 7.142 ευρώ τον μήνα. Δηλαδή 40.000 ευρώ παίρνει ο εργαζόμενος και τα υπόλοιπα 60.000 ευρώ τα υφαρπάζει το ελληνικό δημόσιο.
Δεν είναι μάλιστα λίγοι οι επιχειρηματίες που θέλουν να ανταμείψουν τους εργαζόμενους αλλά διστάζουν καθώς ξέρουν ότι το κράτος καραδοκεί και παίρνει το μεγαλύτερο κομμάτι από την πίτα χωρίς μάλιστα καμία ανταποδοτικότητα. Για αυτό άλλωστε τα τελευταία χρόνια αναζητούν διάφορους τρόπους πληρωμής των στελεχών τους Σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσιάζει ο ΣΕΒ για να λάβει κάποιος καθαρές αποδοχές 20.000 ευρώ ετησίως ο εργοδότης πληρώνει συνολικά 35.750 ευρώ εκ των οποίων τα 15.750 ευρώ πηγαίνουν στο κράτος.
Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΣΕΒ, η υπερφορολόγηση μεγιστοποιείται στη μεσαία τάξη και ιδιαίτερα στα εισοδήματα των μισθωτών του ιδιωτικού τομέα που κατά τεκμήριο έχουν υψηλές δεξιότητες και καταλαμβάνουν θέσεις ευθύνης στην αγορά εργασίας. Ως αποτέλεσμα οι πλέον παραγωγικοί συμπολίτες μας περιορίζονται συχνά σε επαγγελματικές σταδιοδρομίες με χαμηλότερα εισοδήματα ή μεταναστεύουν μαζικά. Έτσι όμως η οικονομία και οι επιχειρήσεις χάνουν τα πλέον παραγωγικά και διεθνώς περιζήτητα στελέχη τους. Σύμφωνα με τα στοιχεία που παραθέτει ο ΣΕΒ:
Και παρά την πολύ υψηλή επιβάρυνση με φόρους και εισφορές, τα έσοδα του ελληνικού κράτους από φόρο εισοδήματος φυσικών προσώπων και από εισφορές στην εργασία υστερούν σημαντικά του ευρωπαϊκού μέσου όρου. Αυτό συμβαίνει παρά τη μεγάλη & προοδευτική αύξηση των συντελεστών φόρου τα τελευταία χρόνια, ακριβώς επειδή λόγω των υψηλών φόρων διατηρείται αδύναμο, σε σχέση με άλλες χώρες, το μέρος της οικονομικής δραστηριότητας και απασχόλησης που αποτελεί τον μεγαλύτερο τροφοδότη των κρατικών εσόδων. Σε ότι αφορά τη μισθωτή εργασία στον ιδιωτικό τομέα οι υψηλοί φόροι ανά φορολογούμενο ταυτίζονται με χαμηλά έσοδα από φόρους και εισφορές στην εργασία και χαμηλή απασχόληση. Αυτή η κατάσταση συνδέεται άμεσα και με τα μεγάλα προβλήματα της ελληνικής κοινωνίας: Επειδή οι δουλειές και ακόμα περισσότερο οι καλές δουλειές είναι λίγες, οι οικογένειες μένουν φτωχές. Ως συνέπεια εξαρτώνται από τις χαμηλής ποιότητας δημόσιες υπηρεσίες όπως υγείας, παιδείας, φροντίδας ηλικιωμένων και μεταφορών και ορθολογικά αποφεύγουν να κάνουν παιδιά.
Ωστόσο, πέραν της η φορολογία εισοδήματος ο ΣΥΡΙΖΑ αλλά και οι προηγούμενες κυβερνήσεις διέλυσαν και την αγορά ακινήτων. Η πολιτική που ακολουθήθηκε οδήγησε στη μείωση των αγοραπωλησιών ακινήτων. Σύμφωνα με την έκθεση του ΣΕΒ με την υπερφορολόγηση των ακινήτων μειώθηκε σημαντικά το επενδυτικό ενδιαφέρον για αγοραπωλησίες, με αποτέλεσμα η Ελλάδα να χάσει μόνο από τη μείωση εσόδων από φόρους συναλλαγών τουλάχιστον 0,5% του ΑΕΠ – την ώρα που η υπερφορολόγηση της κατοχής των ακινήτων αποφέρει επιπλέον έσοδα περίπου 1,5% του ΑΕΠ – δηλαδή καταστρέφοντας την αγορά ακινήτων το κράτος με την υπερφορολόγηση σε μεγάλο βαθμό απλά αντικατέστησε τα έσοδα που έχασε ως έμμεση συνέπεια της υπερφορολόγησης της αγοράς ακινήτων.
Οπως προκύπτει από τα στατιστικά που παρουσιάζει ο Σύνδεσμος η Ελλάδα αποτελεί μια από τις χώρες που επιβάλλουν τους υψηλότερους φόρους κατοχής ακινήτων στην Ε.Ε. και τον ΟΟΣΑ οι οποίοι ανέρχονται στο 2,7% του ΑΕΠ ενώ στη ζώνη του ευρώ ο μέσος όρος είναι 1,6%.