Του Γιώργου Δασκαλόπουλου
Αναμφίβολα σκληρό γίνεται το περιβάλλον των μηδενικών επιτοκίων για τους αποταμιευτές, που μέσα σε μερικούς μηνες βρέθηκαν αντιμέτωποι με μια νέα, οδυνηρή πραγματικότητα. Από την εποχή της ασφάλειας για τις καταθέσεις τους, με μια αξιοπρεπή απόδοση που προσέφεραν τα επιτόκια, βρίσκονται πλέον αντιμετωποι με τον εκμηδενισμό των επιτοκίων (άρα και των αποδόσεων) και τους ίδιους να πρέπει πλέον να αναλάβουν επενδυτικό ρίσκο. Σε αντίθετη περίπτωση η περιουσία τους ψαλιδίζεται. Και το πρόβλημα για τους επόμενους μήνες, παραμένει ότι οι τράπεζες δεν έχουν βρει ένα αντίδοτο που να παράσχει ασφάλεια, όπως οι προθεσμιακές της “καλής εποχής”. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει και ότι δεν προσπαθούν. Καθώς και γι αυτές, υπάρχει κίνδυνος απόσυρσης καταθέσεων από τα “γκισέ” με προορισμό μια εξειδικευμένη επενδυτική τράπεζα.
Το νέο περιβάλλον, όπως διαμορφώνεται έχει τα εξής χαρακτηριστικά:
1. Τον εκμηδενισμό των επιτοκίων για τους λεγόμενους ανοιχτούς λογαριασμούς (ταμιευτήριο, όψεως κλπ.) και το νέο κύμα μειώσεων στις προθεσμίες, το οποίο ξεκίνησε στα τέλη Νοεμβρίου και θα ολοκληρωθεί στα τέλη Ιανουαρίου. Σήμερα, το υψηλότερο επιτόκιο για προθεσμιακή κατάθεση της τάξης των 100.000 σε συστημική τράπεζα βρίσκεται στο 0,30% με τον μέσο όρο να κυμαίνεται στο 0,15%. Για κάτι περισσότερο ο πελάτης θα χρειαστεί να απευθυνθεί σε μη συστημική τράπεζα. Θα πρέπει δε να σημειωθεί ότι ακόμη και η δέσμευση μεγαλύτερου ποσού δεν εξασφαλίζει καλύτερη απόδοση.
2. Η προοπτική, είναι αυτές οι αποδόσεις να μειωθούν ακόμη περισσότερο το 2020. Ή ακόμη και να “φτάσει” στην Ελλάδα η “μόδα” των χρεώσεων για τη διατήρηση λογαριασμών, όπως συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης. Δεν είναι τυχαίο ότι ακόμη και στην Κύπρο υπάρχει σκέψη για επιβολή χρεώσεων σε εταιρικους λογαριασμούς.
3. Τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου (σ.σ. Πρόκειται για τα προϊόντα που εγγυώνται μια ελάχιστη απόδοση, σε συνδυασμό με υπεραπόδοση εφόσον καλυφθεί μία συνθήκη – το λεγόμενο “στοίχημα”), που είχαν προσφερθεί το τελευταίο διάστημα ως αντιστάθμιση της μείωσης των επιτοκίων, όπως έχει καταγράψει από μηνών το Liberal.gr θα εκλείψουν σύντομα από την αγορά. Και ο λόγος είναι ότι η διατήρησή και προσφορά τους, διαμορφώνει ζημιά για τις τράπεζες.
4. Οι τράπεζες, από την πλευρά τους συνιστούν στους πελάτες τους να στραφούν σε κάποια από τα πακέτα αμοιβαίων κεφαλαίων που προσφέρουν, κυρίως με χαμηλό ρίσκο (αλλά και αντίστοιχα χαμηλή απόδοση) ή σε ασφαλιστικά προιόντα που επίσης εκπροσωπούν.
Ο λόγος για τον οποίο αυτό συμβαίνει, και ο οποίος συχνά διαφεύγει από τους αποταμιευτές είναι ότι όσες καταθέσεις δεν μετατρέπονται σε δάνεια ή άλλα στοιχεία του ενεργητικού, τοποθετούνται από τις τράπεζες υποχρεωτικά στην ΕΚΤ και αυτές καταβάλουν τόκο. Και με τα επιτόκια της ΕΚΤ στα επίπεδα του -0,50%, οι μειώσεις στις οποίες έχουν ήδη προβεί δεν αρκούν για να «μαζέψουν τη ζημιά που ήδη έχουν.
Ένα από τα τελευταία και “ενδιαφέροντα” προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου, που βγήκαν στην αγορά, “τρέχει” μέχρι σήμερα, και αποτελεί μια πρώτης τάξεως ευκαιρία για τους επενδυτές. Και αυτό καθώς παρέχει προστασία στο αρχικό κεφάλαιο, εγγυημένη ελάχιστη απόδοση 0,05% και προοπτική για έξτρα 0,95%, εάν επαληθευτεί το “στοίχημα”, που εστιάζει με την ισοτιμία ευρώ – δολαρίου. Το προϊόν προβλέπει 4μηνη διάρκεια της επένδυσης, με ελάχιστο ποσό συμμετοχής 10.000 ευρώ. Η Ελάχιστη ετησιοποιημένη απόδοση (0,05%) καταβάλλεται σε κάθε περίπτωση, ενώ η υπεραπόδοση (0,95%) καταβάλλεται εάν η ισοτιμία ευρώ - δολαρίου ενισχυθεί κατά τουλάχιστον 0,0105 σε σχέση με την έναρξη. Κάτι που σημείνει ότι η ετησιοποιημένη απόδοση βρίσκεται στο 1%.
Το πιθανότερο, πάντως είναι, όπως σημειώνουν τραπεζικά στελέχη, το εν λόγω προιόν (που έχει και καλύτερους όρους, από τα αντίστοιχα της ίδιας τράπεζας) να είναι και ένας τελευταίος... μποναμάς.
Και αυτό καθώς, εάν τα προϊόντα εγγυημένου κεφαλαίου εκλείψουν πλήρως, οι καταθέτες θα “μείνουν” με τα προγράμματα επιβραβεύσεων και την πίεση των τραπεζιτών να “οδηγήσουν” τους καταθέτες σε αμοιβαία και ασφαλιστικά προϊόντα. Για την προοπτική μιας στοιχειώδους απόδοσης με το ανάλογο ρίσκο. Στην τάση αυτή που τείχνει να παγιοποιηθεί, ένα ενδιαφέρον στοιχείο συνίσταται στο ότι οι τραπεζίτες, στρέφονται σιγά σιγά, στην παροχή καλύτερων υπηρεσιών σε μια τέτοια κατεύθυνση.
Δηλαδή, να παράσχουν στους πελάτες “υποστήριξη” που μέχρι τώρα προσφερόταν από τα private ή personal banking, σε πελάτες που δεν διαθέτουν αντίστοιχες καταθέσεις. Να σημειωθεί ότι το μέσο ποσό για να μπορεί ένας πελάτης να έχει υπηρεσία private banking είναι οι 300.000 ευρώ, ενώ για το personal, περίπου οι 100.000. Σε αυτά τα επίπεδα, οι πελάτες personal και private, έχουν ειδικές συμβουλευτικές υπηρεσίες και καθοδήγηση για αμοιβαία και ασφαλιστικά (φυσικά και περισσότερα) προϊόντα.
Αυτό που δείχνει να αλλάζει συνίσταται στο ότι τέτοιες υπηρεσίες θα αρχίσουν να παρέχονται για πολύ μικρότερα ποσά όπως τα 5.000 ευρώ. Μία τέτοια πρόταση “επικοινωνήθηκε” στις αρχές της εβδομάδας από τραπεζικό οργανισμό, κατα τον οποίο, μάλιστα διαμορφώνει μια σύγχρονη και ολοκληρωμένη πρόταση διαχείρισης περιουσίας
Η υπηρεσία, περιλαμβάνει επενδυτικά χαρτοφυλάκια που αποτελούνται από προκαθορισμένες συνθέσεις σε Αμοιβαία Κεφάλαια της τραπεζας και καλύπτουν ένα ευρύ φάσμα επενδυτικών επιλογών και προφίλ κινδύνου. Ο επενδυτής μπορεί να επιλεξει το ελάχιστον ποσό αρχικής συμμετοχής στα 5.000 ευρώ αλλά και να προσθέτει (κατ'' ελάχιστον) και 1.000 ευρώ στην επένδυσή του όποτε το επιθυμεί. Επίσης με τη βοηθεια του τραπεζικού συμβούλου μπορεί να διαμορφώσει προφίλ βάσει των κανονισμών MiFiD, ενώ με την ίδια υποστήριξη θα αξιολογείται η κατανομή των επενδύσεων αι μια πιθανή αναδιάρθρωσή της προκειμένου να παραμείνει στα προκαθορισμένα χαρακτηριστικά. Μάλιστα η εν λόγω υπηρεσία δεν προβλέπει προμήθειες για τη συμμετοχή ούτε στην αρχική επένδυση, ούτε σε τυχόν πρόσθετη,
Έτσι, με ένα αναλογικά πολύ μικρό αρχικό κεφάλαιο, ο πελάτης αποκτά πρόσβαση σε υπηρεσίες διαχείρισης χαρτοφυλακίου, με ευρεία διασπορά των επενδύσεων που οδηγεί σε μείωση (αλλά όχι και εξάλειψη) του επενδυτικού κινδύνου. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι την εν λόγω “μόδα” εγκαινίασαν πριν μερικούς μήνες τα υποκαταστήματα, ξένων τραπεζών στην Ελλάδα, μετά την άρση των περιορισμών των capital controls.
Πάντως, στην περίπτωση που οι τράπεζες αποφασίσουν να γενικεύσουν τέτοιες υπηρεσίες (σ.σ. Τα μερίδια των αμοιβαίων έχουν ήδη αύξηση 10% φέτος) οι πελάτες θα πρέπει πάντοτε να προσέχουν το θέμα των προμηθειών, καθώς η πολιτική δεν είναι ίδια για όλες τις τράπεζες.
Κατά τα σχετικά στατιστικά, τα ομολογιακά αμοιβαία κεφάλαια που επενδύουν σε ομόλογα ανεπτυγμένων χωρών εμφανίζουν φέτος αποδόσεις από 1,75% έως 8,67%, ενώ οι αποδόσεις των ομολογιακών αμοιβαίων κεφαλαίων Ελλάδας φτάνουν έως το +35,62%. Τα διεθνή ομολογιακά σημειώνουν χαμηλότερες επιδόσεις μεταξύ 4%-6%, ενώ λόγω της μεγάλης ανόδου των χρηματιστηρίων, τα μικτά και τα μετοχικά έχουν πολύ υψηλότερες αποδόσεις, αλλά και την πιθανότητα υψηλής μεταβλητότητας για τη συνέχεια.