Του Βασίλη Γεώργα
Με τον κίνδυνο να αποδειχθεί τελικά ότι τα παχιά λόγια και οι πολλοί φόροι φέρνουν φτώχεια αρχίζει να μετρά πλέον από σήμερα αντίστροφα το μεγάλο στοίχημα της οικονομίας με την ανάκαμψη.
Οι... εκδηλώσεις για την υποδοχή της ανάπτυξης βρίσκονται αυτές τις μέρες στην κορύφωσή τους, με την κυβέρνηση να ψηφίζει σήμερα τον νέο Αναπτυξιακό Νόμο στη Βουλή, τον πρωθυπουργό να παίρνει αργότερα το βράδυ τη σκυτάλη για να παρουσιάσει μαζί με τους τρεις κορυφαίους οικονομικούς υπουργούς (Σταθάκη, Σπίρτζη, Σκουρλέτη) το κυβερνητικό σχέδιο για την «δίκαιη Ανάπτυξη», και ταυτόχρονα τους δανειστές να μας παραχωρούν απόψε το κλειδί του θησαυροφυλακίου της δόσης των 7,5 δισ. ευρώ, για τα πρώτα έξοδα.
Παρότι στην πράξη η οικονομία συνεχίζει να βυθίζεται στην ύφεση (-1,4% σε ετήσια βάση) οι οιωνοί θεωρούνται πλέον θετικότεροι για να αρχίσουμε να βλέπουμε καλύτερες μέρες. Μέχρι και η παραδοσιακά συντηρητική Τράπεζα της Ελλάδας, προέβλεψε ότι «πλησιάζει το τέλος της ύφεσης» και έρχεται ανάκαμψη με ρυθμούς 2,5% και 3% το 2016 και το 2017, συγκλίνοντας με τις εκτιμήσεις του ΔΝΤ, της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΟΟΣΑ. Τρία είναι τα στοιχεία που θα δώσουν το έναυσμα για την επανεκκίνηση της οικονομίας: η αποπληρωμή 3,5 δισ. ευρώ οφειλών στον ιδιωτικό τομέα, η επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων και η βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης των τραπεζών. Από το δεύτερο εξάμηνο εκτιμά ότι θα ενεργοποιηθούν θετικότερες τάσεις στην οικονομία βασισμένες κυρίως στην αύξηση των επενδυτικών δαπανών, την τουριστική κίνηση, την αύξηση των εξαγωγών και τη σταθεροποίηση της ιδιωτικής κατανάλωσης.
Το καμπανάκι της υπερφορολόγησης, όμως, συνεχίζει να χτυπά μονότονα από όλη την επιχειρηματικότητα, προειδοποιώντας ότι ο μεγάλος κίνδυνος του μείγματος που ακολουθεί η κυβέρνηση, είναι τελικά οι φόροι να «φάνε» την ανάπτυξη στο δρόμο.
Ο ίδιος ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος είπε χθες ότι «θα έχουμε αποτύχει αν σε ένα χρόνο από σήμερα δεν είναι εμφανή τα σημάδια της ανάκαμψης», ξέροντας πολύ καλά πως αν η κυβέρνηση δεν υπηρετήσει πιστά το μνημόνιο και δεν πετύχει τους στόχους, ο «κόφτης δαπανών» θα αρχίσει να θερίζει και οι δανειστές να ζητούν περισσότερα μέτρα για να καλυφθεί το δημοσιονομικό κενό.
Από τη στιγμή που επέλεξε την ριψοκίνδυνη συνταγή της αύξησης των φόρων, η κυβέρνηση καλείται να ξεπεράσει τον εαυτό της και να προχωρήσει όλα τα υπόλοιπα (ιδιωτικοποιήσεις, μειώσεις δαπανών, προσέλκυση επενδύσεων, μεταρρυθμίσεις) με τρόπο και ταχύτητα που κανείς δεν κατάφερε στο παρελθόν. Διαφορετικά θα πρέπει να πείσει για την ανάγκη να μειωθούν ξανά οι στόχοι των πρωτογενών πλεονασμάτων (3,5%) ή να λάβει ακόμη πιο υφεσιακά μέτρα.
Και πάλι, όμως, το αποτέλεσμα θα είναι αμφίβολο.
Ήδη παρά τις αισιόδοξες προβλέψεις που εξυπηρετούν την αναγκαία καλλιέργεια θετικού κλίματος στην οικονομία, διαπιστώνονται πρόδρομες ενδείξεις εκτροχιασμού των δημόσιων εσόδων από τους στόχους είσπραξης των φόρων, και μάλιστα πριν ξεκινήσουν να εφαρμόζονται τα νέα μέτρα των 5,6 δισ. ευρώ. Η τάση αυτή αποδίδεται στην εξάντληση της φοροδοτικής ικανότητας επιχειρήσεων και νοικοκυριών καθώς και στην αυξημένη εισφοροδιαφυγή, και είναι προς το παρόν η μεγαλύτερη απειλή απέναντι σε οποιαδήποτε προοπτική ανάκαμψης καθώς αν συνεχιστεί θα αποτελέσει «εγγύηση» λήψης νέων μέτρων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ, η μέση φορολογική επιβάρυνση στην Ελλάδα το 2015 έφτανε στο 39,3% έναντι μέσου όρου 35,9% και αναμένεται ότι θα εκτιναχθεί πολύ υψηλότερα μετά το πακέτο των μέτρων της τελευταίας αξιολόγησης, δημιουργώντας ισχυρά αντικίνητρα για εργασία και περισσότερα κίνητρα για φοροδιαφυγή.
Αν οι επιπτώσεις των φορολογικών μέτρων είναι τελικά μεγαλύτερες από όσο έχει εκτιμηθεί, αυτό μπορεί να ανοίξει το Κουτί της Πανδώρας για τα έσοδα και την επίτευξη των δημοσιονομικών στόχων.
Οι προκλήσεις δεν σταματούν μόνο στις χαμηλές εισπρακτικές πτήσεις της ήδη βαριάς φορολογίας. Ένας εξίσου σοβαρός κίνδυνος είναι η ενδεχόμενη καθυστέρηση στην υλοποίηση των προαπαιτούμενων καθώς και των ιδιωτικοποιήσεων που προβλέπονται στο δεύτερο εξάμηνο του 2016. Τυχόν νέες καθυστερήσεις και μάχες χαρακωμάτων που αναμένεται να δοθούν ειδικά στο εργασιακό μέτωπο, θα έχει ως κυριότερες επιπτώσεις την μετάθεση της όποιας αναλυτικής συζήτησης για το χρέος για πολύ αργότερα και την δέσμευση της δεύτερης δόσης για τις αποπληρωμές των οφειλών προς τον ιδιωτικό τομέα με αποτέλεσμα να αναζωπυρωθεί η αβεβαιότητα και να υπονομευτεί εκ νέου το κλίμα εμπιστοσύνης.
Στους παράγοντες κινδύνου που μπορεί να ναρκοθετήσουν την πορεία προς την ανάκαμψη, θα πρέπει κανείς να εκτιμήσει τη «Βαβέλ» μεταξύ των κρατών μελών της Ε.Ε για τη διαχείριση του προσφυγικού, τον κίνδυνο περιορισμού της ελεύθερης κίνησης ατόµων και εµπορευµάτων εξαιτίας πιέσεων για αναστολή της ισχύος της συνθήκης Σένγκεν (Schengen), καθώς και το μεγάλο ερώτημα για το τι θα συμβεί την επόμενη εβδομάδα με το κρίσιμο δημοψήφισμα για το Brexit.