Το στοίχημα της επιστροφής στην παραγωγή και η περίπτωση της Μέγα Γύρος

Το στοίχημα της επιστροφής στην παραγωγή και η περίπτωση της Μέγα Γύρος

Του Απόστολου Σκουμπούρη

«Παρ'' ότι πουλάμε ένα προϊόν κατ'' εξοχήν ελληνικό, εμποτισμένο με το DNA της χώρας, τίποτα από τις πρώτες ύλες του δεν προέρχεται από τη χώρα μας. Στα δύο εργοστάσια της εταιρείας μας, παράγουμε 30 τόνους γύρο την ημέρα, όμως ούτε ένα κιλό δεν γίνεται από ελληνικό κρέας».

Αυτή η δήλωση του διευθύνοντος συμβούλου και συνιδρυτή της εταιρείας Μέγας Γύρος κ. Νίκου Λούστα που έγινε χθες κατά τη διάρκεια του 3ου συνεδρίου Food For Succes στην Αθήνα, δείχνει παραστατικά την «αρρώστια» της χώρας μας με την καταστροφή της παραγωγής τις τελευταίες δεκαετίες.

Ο κ. Λούστας τόνισε ότι στην Ελλάδα καταναλώνουμε 500 τόνους γύρου την ημέρα (!!), όμως η παραγωγή είναι πολύ μικρή για να καλύψει τις ανάγκες, με αποτέλεσμα – επειδή δεν υπάρχει και οργανωμένη παραγωγή – οι εταιρείες να στρέφονται στο εισαγόμενο χοιρινό.

Η αλήθεια είναι ότι τα τελευταία χρόνια – κυρίως λόγω της κρίσης - υπήρξε μια μεγάλη αύξηση στην κατανάλωση στα σουβλάκια και όλα τα παρεμφερή, οπότε η αυτάρκεια της χώρας μας στο συγκεκριμένο προϊόν έχει υποχωρήσει πλέον κάτω από το 30%.

Σύμφωνα με τα στοιχεία του υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης η παραγωγή χοιρινού κρέατος στην Ελλάδα έχει υποχωρήσει κάτω από τους 110.000 τόνους ετησίως, οπότε η αυξημένη ζήτηση, μεγαλώνει την εξάρτηση της χώρας μας από τις εισαγωγές, διευρύνοντας το ελλειμματικό ισοζύγιο.

Αναφερόμενος στην εταιρεία Μέγας Γύρος, ο κ. Λούστας, σημείωσε ότι δημιουργήθηκε το 2007 φτιάχνοντας και το πρώτο της εργοστάσιο στην Ελλάδα, ενώ το 2014 άρχισαν τις εξαγωγές στις ΗΠΑ. Πρόκειται για τεράστια αγορά, γι'' αυτό και η εταιρεία δημιούργησε μονάδα εκεί, παράγοντας σήμερα – όπως προαναφέρθηκε – 30 τόνους γύρο καθημερινά, στα δύο εργοστάσια σε Ασπρόπυργο και New Jersey. Η εταιρεία ξεκίνησε με 17 εργαζόμενους στην Ελλάδα ενώ τώρα απασχολεί 210.

Τόνισε ότι το κράτος δεν βοηθάει στην ύπαρξη ενός καλού – ενιαίου - θεσμικού πλαισίου με αποτέλεσμα να επικρατεί ένα μη οργανωμένο περιβάλλον, με τις μικρές βιοτεχνίες να μην πληρώνουν φόρο και τη μαύρη εργασία να αναπτύσσεται ταχύτατα. Μοιραία υπάρχει αθέμιτος ανταγωνισμός, όταν δεν εφαρμόζονται ενιαίοι κανόνες και ίδιες υποχρεώσεις απ'' όλους.

Ο κ. Λούστας επισήμανε ότι «το εργοστάσιο στο Ν. Τζέρσει δεν ανοίγει και δεν κλείνει χωρίς την παρουσία κτηνιάτρου, αντιθέτως με την Ελλάδα όπου ο κτηνίατρος περνάει για να πιει καφέ και να μας πει ένα γεια».

Τόνισε επίσης ότι ο γύρος είναι ό,τι πιο νόστιμο εμπιστευτήκαμε εμείς οι Έλληνες και κάποια στιγμή το ελληνικό γκουρμέ θα εκδικηθεί το ξενόφερτο. Τέλος, στηλίτευσε το γεγονός ότι παρ'' ότι είναι τέτοιο κομβικό brand ο γύρος για τη χώρα, εντούτοις «πουθενά δεν έχουμε βγάλει καν μια οδηγία για το πως πρέπει να ψήνεται».

Μεταποιητική δραστηριότητα και καινοτόμες – premium – παραγωγές

Κεντρικό συμπέρασμα του 3ου συνεδρίου Food For Succes που έγινε υπό την αιγίδα του Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου Αθηνών (Ε.Β.Ε.Α.), του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος (Σ.Β.Β.Ε.) και του Ελληνογερμανικού Εμπορικού & Βιομηχανικού Επιμελητηρίου, ήταν ότι η Ελλάδα θα πρέπει να στραφεί σε ποιοτικές, καινοτόμες παραγωγές και αντίστοιχα προϊόντα. Η Ελλάδα, λόγω μορφολογίας και εδάφους – καλώς ή κακώς – δεν έχει τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί άλλες χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης, εκεί όπου υπάρχουν τεράστιες μονάδες, είτε κτηνοτροφικές, είτε βιομηχανικές είτε άλλες.

Όπως χαρακτηριστικά τόνισε ο γενικός διευθυντής της οινοποιίας Καβίνο κ. Δημήτρης Γκουβάρας «κατά μέσο όρο ο μέσος κλήρος των Ελλήνων αμπελουργών είναι πέντε στρέμματα, όταν π.χ. στην Αυστραλία ο αντίστοιχος μέσος κλήρος είναι 250 στρέμματα»!

Η Ελλάδα λοιπόν θα πρέπει να εστιάσει στα ιδιαίτερα μορφολογικά, βιοκλιματικά, γεωγραφικά και εδαφικά χαρακτηριστικά του τόπου της, επενδύοντας σε παραγωγές και προϊόντα αυξημένης διατροφικής αξίας, τέτοια που άλλωστε στρέφεται πλέον όλη η Ευρώπη και όλος ο ανεπτυγμένος κόσμος.

Η Ελλάδα δεν έχει τη δυνατότητα να ανταγωνιστεί τις μαζικές (άρα και ανταγωνιστικές) παραγωγές άλλων χωρών με εκατοντάδες χρόνια παράδοση, αλλά μπορεί να παράξει premium προϊόντα ιδιαίτερης αξίας και delicatessen, τέτοια που αναζητά όλη η Ευρώπη και μπορούν να φέρουν προστιθέμενη αξία με «άλλες» τιμές.

Τι τόνισαν οι φορείς και οι επαγγελματίες της πραγματικής οικονομίας

Στην ομιλία του ο Πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος κ. Αθανάσιος Σαββάκης, αναφέρθηκε στην ανάγκη για υποστήριξη της μεταποιητικής δραστηριότητας και ειδικά του κλάδου τροφίμων και ποτών. «Η μεταποιητική δραστηριότητα και η βιομηχανία, συντηρεί (ακόμα) πλήθος δορυφορικών επιχειρήσεων και επαγγελμάτων», τόνισε.

Ο πρόεδρος του ΣΒΒΕ επισήμανε επίσης την ανάγκη δημιουργίας του «Ελληνικού Στρατηγικού Σχεδίου για την Ανάπτυξη» καλώντας την κυβέρνηση για τη δημιουργία ενός στρατηγικού σχεδίου οικονομικής πολιτικής που θα οδηγήσει τη χώρα σε έξοδο από την κρίση.

Από την πλευρά του, ο Διευθύνων Σύμβουλος της Ελληνικής Εταιρείας Επενδύσεων & Εξωτερικού Εμπορίου A.E. (Enterprise Greece), κ. Βελισσάριος Δότσης επικαλούμενος στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, υποστήριξε πως οι εξαγωγές τροφίμων αυξήθηκαν 5% συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη που έχουν μειωθεί 8% το οποίο αποτελεί επιτυχία.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της DK Consultants Manager, κ. Δημήτρης Καραβασίλης εστίασε στους Ευρωπαίους καταναλωτές οι οποίοι επιζητούν προϊόντα με συγκεκριμένα χαρακτηριστικά, προστιθέμενη αξία, ποιότητα και φυσικά συστατικά. Το 56% των Ευρωπαίων καταναλώνουν τρόφιμα και ποτά που ενισχύουν την υγεία τους με αποτέλεσμα να υπάρχει πτώση στην κατανάλωση κρέατος, καθώς η πλειοψηφία των καταναλωτών αγοράζει φρούτα και λαχανικά σε εβδομαδιαία βάση.

Ο Διευθύνων Σύμβουλος της foodstandard, κ. Στέλιος Δρυς τόνισε ότι τα τελευταία 12 χρόνια οι Ισπανοί αντικατέστησαν το 10% του ελαιώνα τους με ελιές χαμηλής φύτευσης. Ήταν μια Εθνική πολιτική. Σήμερα, το μέσο κόστος για τον Ισπανό είναι 0,65 ευρώ το κιλό το λάδι, ενώ για τον Έλληνα 1,8 ευρώ. Επίσης, ανέφερε πως στην προσεχή 3ετία το νούμερο των εξαγωγών μας πρέπει να διπλασιαστεί και η παραγωγή μας να αυξηθεί τουλάχιστον 50%, τονίζοντας ότι τα τελευταία 20 χρόνια έχει γίνει μεγάλη αποεπένδυση. Η πρότασή του είναι να καθιερωθεί ο θεσμός του εγκεκριμένου εμπόρου, ένα θεσμικό πλαίσιο που μπορεί να εφαρμοστεί στον κλάδο των τροφίμων και να τον εξελίξει.

Στην τοποθέτησή του, ο Γενικός Διευθυντής της Μεσογειακής Θρέψης, κ. Διονύσης Ευαγγελάτος σημείωσε πως οι Έλληνες μπορούν να εξάγουν τεχνογνωσία, «καθώς βρίσκονται στο σωστό δρόμο για να προσαρμοστούν στη νέα πραγματικότητα. Το πρόβλημα είναι ότι ο Έλληνας παραγωγός δεν είχε ποτέ την παιδεία από την πολιτεία για τα προϊόντα που μπορεί να παράγει, αφού δεν υπάρχει σωστή τήρηση θεσμικού πλαισίου», σημείωσε.

Ο Διευθυντής Πωλήσεων & Marketing της ΒΙΚΟΣ Α.Ε. κ. Κωνσταντίνος Σεπετάς, τόνισε πως η κρίση στη χώρα μας έχει επηρεάσει το λιανεμπόριο και το χονδρεμπόριο με τον ανταγωνισμό να είναι πολύ μεγάλος και οι πολυεθνικές να έχουν ισχυρή πιστότητα. Ο κ. Σεπετάς υπογράμμισε ότι η εταιρεία θα συνεχίσει να παράγει στη χώρα μας και η ιδιοκτησία θα παραμείνει σε ελληνικά χέρια. Αναφορικά με την αγορά νερού, εκτιμά ότι θα έρθουν ξένοι επενδυτές, καθώς υπάρχει έντονη κινητικότητα.