Αν σας πω ότι δυσκολεύομαι να αντιληφθώ την επικοινωνιακή στρατηγική του Μαξίμου, θα σας φανεί πολύ παράξενο; Όταν δηλαδή όλοι οι υπόλοιποι πλην ΝΔ, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο γενικεύουν το θέμα των Τεμπών και το μετατρέπουν σε συνολικό ζήτημα διακυβέρνησης του τόπου, γιατί τα κυβερνητικά και κομματικά στελέχη δεν κάνουν ακριβώς το ίδιο;
Όταν το «έγκλημα» και η «συγκάλυψη» των Τεμπών αποκρυσταλλώνονται σε πρόταση μομφής (ΣΥΡΙΖΑ) ή αίτημα εκλογών (ΠΑΣΟΚ) που αποπειρώνται να διώξουν τον Μητσοτάκη από την εξουσία, γιατί οι κυβερνητικοί επιμένουν να παίζουν στο «γήπεδο» του δυστυχήματος, απαντώντας επί των λεπτομερειών της τρομερής αυτής στιγμής; Οι αντιπολιτευόμενοι το γενικεύουν, το πάνε ένα βήμα παρακάτω. Η ΝΔ γιατί δεν απαντά σ’ αυτό το βήμα, αλλά παραμένει στο προηγούμενο, στο οποίο μάλιστα είναι εσαεί κατηγορούμενη;
Διότι στο μεν θέμα των Τεμπών η κυβέρνηση έχει αντικειμενικά ασθενείς απαντήσεις, αλλά στο θέμα της μομφής έχει ισχυρότατες. Εννοώ ότι μπροστά στη συγκινησιακή φόρτιση, το «όλα θα τα λύσει η δικαιοσύνη» είναι αδύναμο, αλλά μπροστά στο «να φύγετε τώρα από την εξουσία» οι κυβερνητικοί διαθέτουν ένα ακαταμάχητο επιχείρημα, που συμπυκνώνεται σε μια απλή ερώτηση. «Εντάξει, να φύγουμε. Και μετά;». Καθότι η μόνη απάντηση που μπορούν να δώσουν τα άλλα κόμματα σ’ αυτό το απλό ερώτημα, είναι «θα δούμε».
Όμως το «θα δούμε» δεν κυβερνά μια χώρα. Ζημιά της κάνει ή την καταστρέφει. Στη σημερινή συγκυρία μάλιστα, το γεγονός ότι μια κάλπη δεν προβλέπεται να βγάλει αυτοδυναμία, είναι επιχείρημα υπέρ της κυβέρνησης και όχι εναντίον της. Πάνε να βάλουν τη χώρα σε μακροχρόνια ακυβερνησία και κανένας δεν τους το λέει. Όσο η πολιτική συζήτηση παραμένει στις λεπτομέρειες των Τεμπών, στα «εύφλεκτα» και στα «μπαζώματα», η κυβέρνηση θα φθείρεται διότι έχει περιέλθει σε αντικειμενικά δυσχερή θέση. Αν η συζήτηση οδηγηθεί στη μεγάλη εικόνα, τότε όλα θα ξανάρθουν στη θέση τους.
Στο τέλος-τέλος, δεν ήταν η κυβέρνηση που προχώρησε σ’ αυτή τη γενίκευση, η αντιπολίτευση το ‘κανε. Δεν ήταν η κυβέρνηση που όταν επανήλθε το θέμα των Τεμπών απάντησε «θα πάω σε εκλογές», ήταν η αντιπολίτευση που μέσω του δυστυχήματος προχωρά σε πρόταση μομφής. Οπότε ο Μητσοτάκης έχει κάθε δικαίωμα να πηγαίνει κατ’ ευθείαν στη μεγαλύτερη εικόνα. «Εντάξει, με διώχνετε εμένα. Ποιος θα έρθει στη θέση μου, με ποιες συμμαχίες, για να κάνει τι;». Να δούμε αν υπάρχει απάντηση σ’ αυτό.
Όπως υπάρχει και το έτερο ερώτημα, που επικοινωνιακά οι κυβερνητικοί σχεδόν φοβούνται να θέσουν στη δημόσια συζήτηση. «Γιατί να συγκαλύψει ο Μητσοτάκης ένα παράνομο φορτίο πάνω στο τραίνο, αν υπήρχε;». Κανένας δε θέτει με έμφαση αυτή την ερώτηση και φυσικά κανένας απ’ τους κατηγόρους δεν την απαντά. Και απορώ. Διότι αυτή αφαιρεί το κίνητρο του «εγκλήματος». Τι να πω, δεν ξέρω τι γίνεται εκεί μέσα. Μάλλον, έχουν χάσει τον μπούσουλα και το καθαρό μυαλό που είχαν κάποτε.